Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Ο Α Κ Α Θ Ι Σ Τ Ο Σ ΥΜ Ν Ο Σ Μ Ε Τ Α Ε Ρ Μ Η Ν Ε Ι Α Σ- Π.ΕΠΙΦΑΝΙΟΣ Ι. ΘΕΟΔΩΡΟΠΟΥΛΟΣ Ἀρχιμανδρίτης

                         

Π Ρ Ο Λ Ο Γ Ο Σ

Τελευτών, δοξολογώ και πάλιν από καρδίας τον Άγιον Θεόν, Όστις άπαξ έτι επέτρεψέ μοι να ασχοληθώ περί τα θεία Αυτού λόγια (ομιλώ ούτω, διότι η υμνολογία της Εκκλησίας ημών δεν είνε άλλο τι ειμή υπομνηματισμός της Αγίας Γραφής), και παρακαλώ Αυτόν όπως, ιλέω όμματι επιβλέπων και επί την παρούσαν ταπεινήν εργασίαν του αμαρτωλού και αναξίου δούλου Αυτού, ευλογήση αυτήν και καταστήση αυτήν ικανήν να βοηθήση πιστάς ψυχάς εις την κατανόησιν των ωραιοτάτων της «Ακαθίστου Ακολουθίας» ποιημάτων, των υμνούντων την Αειπάρθενον Μητέρα του μονογενούς Αυτού Υιού, του Κυρίου και Θεού και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού, του Ευλογητού εις τους αιώνας…

Έγραφον εν Αθήναις κατ΄Οκτώβριον του σωτηρίου έτους 1968. 

ΕΠΙΦΑΝΙΟΣ Ι. ΘΕΟΔΩΡΟΠΟΥΛΟΣ

Αρχιμανδρίτης

 Σημ. : Η στίξις των τροπαρίων δεν εγένετο συμφώνως προς το μέλος, αλλά συμφώνως προς το νόημα.   

Ε Ι Σ Α Γ Ω Γ Η 

Η Ακολουθία του Ακαθίστου Ύμνου, είνε η πλέον ίσως δημοφιλής ιερά Ακολουθία της Ορθοδόξου Εκκλησίας.

Η Ακολουθία αύτη ψάλλεται εις τους ιερούς Ναούς μας κατά τας πρώτας πέντε εβδομάδας της Μ. Τεσσαρακοστής, εν ημέρα Παρασκευή. Κατά την πρώτην εβδομάδα της Μ. Τεσσαρακοστής (ή «των Νηστειών») ψάλλονται οι εξ πρώτοι «οίκοι» του Ύμνου, ήτοι οι «οίκοι» Α – Ζ ˙ κατά την δευτέραν εβδομάδα ψάλλονται οι «οίκοι» Η – Μ ˙ κατά την τρίτην εβδομάδα ψάλλονται οι «οίκοι» Ν – Σ ˙ κατά την τέταρτην εβδομάδα ψάλλονται οι «οίκοι» Τ – Ω ˙ κατά δε την πέμπτην εβδομάδα ψάλλεται ολόκληρος ο Ύμνος.

Τόσον τα τμήματα του Ακαθίστου Ύμνου, όσον και ολόκληρος ο Ύμνος, ψάλλονται μαζί με ειδικόν «Κανόνα», ο οποίος αρχίζει με τον ειρμόν «Ανοίξω το στόμα μου». Ψάλλονται δε αμφότερα εις το μέσον περίπου του «Μικρού Αποδείπνου», ήτοι της ωραίας εκείνης προσευχής της Εκκλησίας μας, που λέγεται καθημερινώς   μ ε τ ά   τ ο  δ ε ί π ν ο ν. Ονομάζεται «Μικρόν Απόδειπνον» δια να διακρίνεται από το «Μέγα Απόδειπνον», το οποίον λέγεται κατά την Μ. Τεσσαρακοστήν, πλην των ημερών Παρασκευής (οπότε λέγεται το «Μικρόν» μετά της Ακολουθίας των «Χαιρετισμών»), Σαββάτου και Κυριακής.

(Υπάρχουν και περιπτώσεις κατά τας οποίας, συμφώνως προς το Τυπικόν της Εκκλησίας μας, η Ακολουθία του Ακαθίστου Ύμνου δεν συνδυάζεται με το Μικρόν Απόδειπνον, αλλά με άλλας Ακολουθίας.)

Εν συνεχεία θα ίδωμεν δι΄ολίγων τι είνε ο Ακάθιστος Ϋμνος, ποία η ιστορία του και ποίος ο ποιητής του. Μετά ταύτα δε θα ομιλίσωμεν περί «Κανόνων» και «Ωδών», ως και περί της σημασίας των διαφόρων ονομασιών των τροπαρίων, τέλος δε θα είπωμεν ολίγα και περί του «Κανόνος» του Ακαθίστου Ύμνου.  

Ο  Α κ ά θ ι σ τ ο ς   Ύ μ ν ο ς  

Ο Ακάθιστος Ύμνος είνε «Κοντάκιον». «Κοντάκια» παλαιότερον ελέγοντο ολόκληροι ύμνοι, ανάλογοι προς τους «Κανόνας». Η ονομασία οφείλεται μάλλον εις το κοντόν ξύλον επί του οποίου ετυλίσσετο η μεμβράνα που περιείχε τον ύμνον. Το πρώτον τροπάριον ελέγετο «προοίμιον» ή «κουκούλιον» και τα ακολουθούντα ελέγοντο «οίκοι», ίσως διότι ο όλος ύμνος εθεωρείτο ως σύνολον οικοδομημάτων αφιερωμένων εις μνήμην αγίου τινός. Κοντάκον λέγεται συνήθως σήμερον το πρώτον τροπάριον ενός τοιούτου ύμνου (Κοντακίου).

Ο Ακάθιστος Ύμνος περιέχει προοίμιον και 24 «οίκους». Το προοίμιόν του παλαιότερον δεν ήτο το «Τη Υπερμάχω Στρατηγώ» που είνε σήμερον, αλλ΄έτερον. («Το προσταχθέν μυστικώς λαβών εν γνώσει».) Η «ακροστιχίς» του ύμνου είνε αλφαβητική. (Βραδύτερον θα είπωμεν τι σημαίνει η λέξις «ακροστιχίς».) «Εφύμνια» έχει δύο: Το «Χαίρε, Νύμφη ανύμφευτε» και το «Αλληλούια». Το πρώτον απαντά εις το προοίμιον και εις τους περιττούς «οίκους» (1, 3, 5, 7, κ.τ.λ.), το δε δεύτερον εις τους αρτίους «οίκους» (2, 4, 6, 8, κ.τ.λ.). «Εφύμνιον» λέγεται η τελευταία λέξις ή φράσις του ύμνου, την οποίαν ο λαός επανελάμβανεν, αφού βεβαίως οι ψάλται έψαλλον ολόκληρον τον ύμνον.

Ο Ακάθιστος Ύμνος αρχίζει με τον Ευαγγελισμόν της Παρθένου, και έπειτα αναφέρεται εις τα εν συνεχεία γεγονότα. Ομιλεί περί της επισκέψεως της Παρθένου προς την Ελισάβετ, περί των υποψιών του προστάτου της Παρθένου Ιωσήφ, περί της προσκυνήσεως του Κυρίου υπό των ποιμένων και των μάγων, περί της φυγής του Χριστού εις Αίγυπτον και περί της Υπαπαντής του Κυρίου. Αυτά εις το πρώτον ήμισυ. Εις το δεύτερον ήμισυ του ύμνου γίνεται λόγος περί της σαρκώσεως του Κυρίου, της θεώσεως των ανθρώπων και της θεομητορικής αξίας της Παναγίας.

  

Ποίος ο ποιητής του Ακαθίστου Ύμνου; Εις το ερώτημα αυτό δεν εδόθη μέχρι σήμερον απάντησις που να μη επιδέχεται αντιρρήσεις. Παρ΄όλας τας έρευνας και τας συζητήσεις, το πρόβλημα παραμένει ακόμη πρόβλημα. Άλλοι – και είνε οι περισσότεροι – θεωρούν τον Ύμνον ως έργον του Ρωμανού του μελωδού. Άλλοι θεωρούν αυτόν ως έργον του Πατριάρχου Κων/πόλεως Σεργίου. Άλλοι τον αποδίδουν εις τον Γεώργιον Πισίδην. Άλλοι εις τον Πατριάρχην Κων/πόλεως Γερμανόν τον Α’ και άλλοι εις άλλους.

  

Ε Ι Σ Α Γ Ω Γ Η 

Ο λόγος, δια τον οποίον ο Ύμνος ωνομάσθη «Ακάθιστος», είνε ο εξής, συμφώνως προς την παράδοσιν:

Κατά το έτος 626 η Κωνσταντινούπολις επολιορκήθη υπό των Περσών και των Αβάρων επί τινας μήνας. Ο βασιλεύς Ηράκλειος απουσίαζεν εις Μικράν Ασίαν, πολεμών εκεί τους Πέρσας. Όταν έμαθεν ότι η πόλις πολιορκείται, έστειλεν εκ του στρατού του 12 χιλιάδας άνδρας εις τον φρούραρχον της Κων/πόλεως Βώνον δια να υπερασπίσουν, μαζί με την φρουράν, την πρωτεύουσαν της αυτοκρατορίας. Ο Βώνος μετά του Πατριάρχου Σεργίου εξώπλισαν και όσους εκ των πολιτών ηδύναντο να φέρουν όπλα. Όλοι απεφάσισαν να αντισταθούν μέχρις εσχάτων. Ο Πατριάρχης περιέτρεχε την πόλιν και ενεθάρρυνε τα πλήθη και τους μαχητάς. Η πόλις ολόκληρος είχεν εναποθέσει τας ελπίδας της εις την Προστάτριάν της, την «Υπέρμαχον Στρατηγόν», την Υπεραγίαν Θεοτόκον. Η πολιορκία ήτο στενή και ισχυρά. Παρά ταύτα η πόλις ανθίστατο εις τας επιθέσεις των πολιορκητών. Αλλά και αυτοί επέμενον εις την πολιορκίαν. Αιφνιδίως όμως φοβερός ανεμοστρόβιλος καταστρέφει τον στόλον των και τοιουτορόπως αναγκάζονται κατά την νύκτα της 7ης προς την 8ην Αυγούστου να λύσουν την πολιορκίαν και να φύγουν άπρακτοι. Η βασιλεύουσα εσώθη! Ο λαός της πόλεως, πανηγυρίζων την σωτηρίαν του, την οποίαν ώφειλεν εις την προστασίαν της Θεομήτορος, συνηθροίσθη εις τον εν Βλαχέρναις Ναόν της Παναγίας, όπου ετελέσθη, προεξάρχοντος του Πατριάρχου Σεργίου, ολονύκτιος ευχαριστήριος Ακολουθία. Τότε «ορθοστάδην άπας ο λαός έψαλε» τον Ύμνον, ο οποίος δια τούτο έκτοτε ωνομάσθη «Ακάθιστος». Βεβαίως ο Ύμνος προϋπήρχε και εψάλλετο προς τιμήν της Υπεραγίας Θεοτόκου, αλλά κατά την νύκτα εκείνην καθιερώθη πλέον κατά τρόπον επίσημον και πανηγυρικόν εις την Εκκλησίαν μας. Το τροπάριον «Τη Υπερμάχω Στρατηγώ» (το οποίον αντικατέστησε το προϋπάρχον «Το προσταχθέν μυστικώς») συνετέθη αναμφιβόλως κατ΄εκείνας τας ώρας.

Δι΄αυτού ολόκληρος η λυτρωθείσα εκ της συμφοράς πόλις «ανέγραψε τα νικητήρια», απέδωσε δηλαδή ευγνωμόνως την νίκην, εις την Προστάτριαν αυτής Θεοτόκον.

 

Τι σημαίνει «Κανών»

Ως είπομεν, ο Ακάθιστος Ύμνος έχει και «Κανόνα». Η λέξις «Κανών» σημαίνει την ευθείαν ράβδον, η οποία χρησιμεύει εις μέτρησιν και καθορισμόν άλλων πραγμάτων, και γενικώς το μέτρον, το υπόδειγμα, τον ρυθμιστήν. Ειδικώς δε εις την υμνολογίαν, «Κανών» λέγεται μακρός ύμνος, αποτελούμενος εξ «Ωδών», των οποίων ο αριθμός ποικίλλει, αλλ΄ουδέποτε είνε μεγαλύτερος του εννέα. Εκάστη Ωδή (η λέξις σημαίνει ύμνον, άσμα, εκ του ρήματος άδω παραγομένη), αποτελείται εκ του «ειρμού» και των ακολουθούντων τριών – τεσσάρων συνήθως «τροπαρίων». Ειρμός λέγεται η πρώτη στροφή εκάστης Ωδής, συμφώνως προς την οποίαν ρυθμίζονται αι υπόλοιποι στροφαί (τροπάρια). Ο ειρμός δηλαδή χρησιμεύει ως υπόδειγμα και βάσις. Η λέξις παράγεται εκ του ρήματος είρω, που σημαίνει συνάπτω, συνδέω, συμπλέκω. Αι υπόλοιποι στροφαί, που ακολουθούν την πρώτην, τον ˙ειρμόν δηλαδή, ονομάζονται τροπάρια, προφανώς διότι, ως είπομεν ανωτέρω, τρέπονται συμφώνως προς τον ειρμόν, ήτοι ακολουθούν τονικώς, ενίοτε δε και μετρικώς και μουσικώς, τον ειρμόν. (Υπάρχουν πάντως και άλλαι ερμηνείαι της λέξεως τροπάριον.)

        Οι Κανόνες (όπως και τα Κοντάκια,) πολλάκις έχουν «ακροστιχίδα». Το πρώτον γράμμα δηλαδή των ειρμών και των τροπαρίων, λαμβανόμενον κατά σειράν και εν αδιασπάστω συνεχεία, μας δίδει μίαν φράσιν. Η φράσις αύτη λέγεται «ακροστιχίς» και αναφέρεται άλλοτε εις το όνομα του ποιητού του Κανόνος, άλλοτε εις την υπόθεσιν της εορτής κ.τ.λ.. Πολλάκις η ακροστιχίς είνε αλφαβητική, δηλαδή ακολουθεί την σειράν των γραμμάτων Α,Β,Γ,Δ,κ.τ.λ..

           Έκαστος Κανών αποτελείται εκ διαφόρου, ως προελέχθη, αριθμού Ωδών, κατ’ ανώτατον δε όριον εννέα. Τούτο συμβαίνει, διότι εννέα είνε αι βιβλικαί Ωδαί, ήτοι αι Ωδαί περιεχόμεναι εις την Αγίαν Γραφήν, τας οποίας η αρχαία Εκκλησία εχρησιμοποίει εις την λατρείαν της μαζί με τους Ψαλμούς. Δια τας εννέα αυτάς Ωδάς, δηλαδή δια τους εννέα αυτούς θρησκευτικούς ύμνους που ευρίσκονται εις την Αγίαν Γραφήν, πρέπει να είπωμεν ολίγα τινά προς διαφώτισιν των αναγνωστών.

 

                                 Αι  εννέα βιβλικαί Ωδαί 

           α) Όπως είνε γνωστόν, οι Ισραηλίται είχον γίνει δούλοι εις την Αίγυπτον. Όταν ο Θεός απεφάσισε να τους ελευθερώση, έστειλε τας δέκα «πληγάς» (συμφοράς) εις τους Φαραώ, ήτοι τον βασιλέα της Αιγύπτου, και ούτως εκείνος ευρέθη εις την ανάγκην να τους αφήση να φύγουν. Τότε οι Ισραηλίται, με τον ηγέτην των Μωϋσήν, ήρχισαν την πορείαν των προς την «Γήν της Επαγγελίας», την εύφορον Χαναάν, που τους είχεν υποσχεθεί ο Θεός. Ευθύς όμως μετά την αναχώρισίν των ο Φαραώ μετενόησε, διότι τους άφησε να φύγουν και έχασε τόσας εργατικάς χείρας, και έσπευσε, με στατόν πολύν και άρματα φοβερά, να τους προλάβη και να τους αναγκάση να επιστρέψουν εις την Αίγυπτον. Τους έφθασεν εις την περιοχήν της Ερυθράς Θαλάσσης. Η θέσις των Ισραηλιτών κατέστη τραγική. Εμπρός των εξετείνετο, αδεαπέραστος και κυματώδης, η Ερυθρά Θάλασσα και οπίσω των ήρχετο η εμπνέουσα τρόμον στρατιά του Φαραώ. Τότε ο Μωϋσής υψώνει, κατ΄ εντολήν του Θεού, την ράβδον του υπεράνω των υδάτων και, ώ του θαύματος! Τα ύδατα χωρίζονται δεξιά και αριστερά και ο βυθός της θαλάσσης γίνεται πέρασμα στερεόν. Οι Ισραηλίται εισέρχονται εις τον πρωτοφανή αυτόν διάδρομον και σπεύδουν να περάσουν απέναντι. Οπίσω των εισέρχονται και τα στρατεύματα του Φαραώ. Αλλ’ όταν επέρασε και ο τελευταίος Ισραηλίτης, ο Μωϋσής ύψωσε πάλιν την ράβδον του υπεράνω των υδάτων και τα ύδατα ηνώθησαν και έπνιξαν τα στρατεύματα των Αιγυπτίων. Τότε ο Μωϋσής και οι Ισραηλίται, βαθύτατα ευγνώμονες προς τον Σωτήρα Θεόν έψαλλαν ενθουσιώδη ύμνον προς Αυτόν. Ο ύμνος αυτός απετέλεσε την πρώτην βιβλικήν Ωδήν της Εκκλησίας μας. Η αρχή του ύμνου είνε: «Άσωμεν τω Κυρίω, ενδόξως γάρ δεδόξασται». Την Ωδήν αυτήν περιέχει το βιβλίον της Εξόδου (εν κεφαλαίω ιε’).

       

 β’) Η δευτέρα Ωδή συνετέθη και αυτή υπό του Μωϋσέως, κατ’ εντολήν του Θεού, εν είδει διαμαρτυρίας προς τους Ισραηλίτας δια την αχαριστίαν των έναντι του συνεχώς ευεργετούντος αυτούς Θεού. Η Ωδή αύτη δεν έχει χαρακτήρα πανηγυρικόν και χαρμόσυνον, αλλά πένθιμον και ελεγκτικόν, συνετέθη δε ολίγον πριν από τον θάνατον του Μωϋσέως. Η αρχή αυτής είνε: «Πρόσεχε, ουρανέ, και λαλήσω και ακουέτω η γη ρήματα εκ του στόματός μου». Την Ωδήν ταύτην περιέχει το βιβλίον του Δευτερονομίου (εν κεφ. λβ’).

       

 γ’) Η Τρίτη Ωδή συνετέθη υπό της προφήτιδος Άννης μητρός του Σαμουήλ, και αποτελεί ευχαριστήριον ύμνον προς τον Θεόν, διότι εισήκουσε τας προσευχάς της και έλυσε την ατεκνίαν της, χαρίσας εις αυτήν τον Σαμουήλ. Η αρχή αυτής είνε: «Εστερεώθη η καρδία μου εν Κυρίω, υψώθη κέρας μου εν Θεώ μου επλατύνθη επ’ εχθρούς μου το στόμα μου, ευφράνθην εν σωτηρία σου». Την Ωδήν αυτήν περιέχει η βίβλος Α’ Βασιλειών (εν κεφ. β’).

     

 δ’) Η Τετάρτη Ωδή είνε ύμνος του προφήτου Αββακούμ. Διά του ύμνου αυτού εξαίρει ο προφήτης το μεγαλείον του Θεού και ταυτοχρόνως εκφράζει έντρομος την κατάπληξίν του, προβλέπων το μυστηριώδες σχέδιον της θείας οικονομίας, δια την σωτηρίαν των ανθρώπων. Η αρχή του ύμνου είνε: «Κύριε, κατενόησα τα έργα σου και εξέστην». Την Ωδήν αυτήν περιέχει το βιβλίον του Αββακούμ (εν κεφ. γ’).

     

 ε’) Η Πέμπτη Ωδή είνε ύμνος του προφήτου Ησαΐου προς τον Θεόν και προφητεία περί της ελεύσεως του Χριστού, ο Οποίος είνε η αληθινή ειρήνη. Η αρχή αυτής είνε: «Εκ νυκτός ορθρίζει το πνεύμα μου προς σε, ο Θεός, διότι φως τα προστάγματά σου επί της γης». Την Ωδήν αυτήν περιέχει το βιβλίον του Ησαΐου (εν κεφ. κστ’).

      

 στ’) Η έκτη Ωδή είνε ευχαριστήριος προς τον Θεόν ύμνος του προφήτου Ιωνά, τον οποίον έψαλεν εκ της κοιλίας του κήτους. Ως γνωστόν, ο προφήτης Ιωνάς διετάχθη υπό του Θεού να μεταβή εις την πόλιν Νινευή, διά να κηρύξη εις αυτήν μετάνοιαν. Ο Ιωνάς όμως παρήκουσε τον Θεόν και εισήλθεν εις πλοίον, δια να μεταβή εις άλλην πόλιν. Τότε ο Θεός εξαπέλυσε μεγάλην τρικυμίαν και το πλοίον εκινδύνευσε να συντριβή. Οι ναύται, διαισθανθέντες ότι ο Θεός είχεν εξαπολύσει την τρικυμίαν, έρριψαν κλήρους, δια να εύρουν τον αίτιον. Ο κλήρος έπεσεν εις τον Ιωνάν, ο οποίος αναγνωρίζει την ενοχήν του και ζητεί να ριφθή εις την θάλασσαν υπό των ναυτών. Τούτο έγινε και ευθύς εκόπασεν η ταραχή της θαλάσσης. Ο Θεός όμως δεν άφησε τον Ιωνάν να πνιγή, αλλά διέταξεν ίνα πελώριον ιχθύν (κήτος) να τον καταπίη και διετήρησε ζώντα αυτόν εις την κοιλίαν του μεγάλου αυτού ιχθύος τρεις ημέρας και τρείς νύκτας. Ευρισκόμενος δε εντός της κοιλίας του κήτους ο Ιωνάς, προσηυχήθη προς τον Θεόν και η προσευχή του απετέλεσε την έκτην βιβλικήν Ωδήν της Εκκλησίας. Η αρχή αυτής είνε: «Εβόησα εν θλίψει μου προς Κύριον τον Θεόν μου και εισήκουσέ μου». Την Ωδήν ταύτην περιέχει το βιβλίον του Ιωνά (εν κεφ. β’).

      

 ζ’) Η έβδομη Ωδή είνε ύμνος των τριών ευσεβών Ισραηλιτών νέων Ανανίου, Αζαρίου και Μισαήλ (η Σεδράχ, Αβδεναγώ και Μισάχ), οι οποίοι ηρνήθησαν να προσκυνήσουν την χρυσήν εικόνα του βασιλέως της Βαβυλώνος Ναβουχοδονόσορος και προς τιμωρίαν των ερρίφθησαν εις την κάμινον του πυρός, αφού προηγουμένως επιρακτώθη αύτη εις μέγιστον βαθμόν. Ο Θεός όμως εφύλαξε τους πιστούς νέους και το φοβερόν πυρ δεν έβλαψεν ούτε τρίχα της κεφαλής των. Τότε αυτοί, ευρισκόμενοι εν μέσω του πυρός και θαυματουργικώς δροσιζόμενοι, ανέπεμψαν, δια στόματος του πρώτου, ύμνον ευχαριστίας, εξομολογήσεως και δοξολογίας προς τον Ευεργέτην των Θεόν. Η αρχή της Ωδής αυτής είνε: «Ευλογητός εί, Κύριε, ο Θεός των πατέρων ημών, και αινετός, και δεδοξασμένον το όνομα σου εις τους αιώνας». Την Ωδήν ταύτην περιέχει το βιβλίον του προφήτου Δανιήλ (εν κεφ.γ’).

 η’) Η ογδόη Ωδή είνε πάλιν ύμνος των τριών αυτών νέων, που εψάλη και αυτός υπ’ εκείνων από το μέσον της καιομένης καμίνου. Δια του ύμνου αυτού εξαίρεται το μεγαλείον του Θεού και καλούνται όλα τα δημιουργήματα, έμψυχα και άψυχα, να δοξολογήσουν το Θεόν. Η αρχή της Ωδής αυτής είνε: «Ευλογείτε, πάντα τα έργα Κυρίου, τον Κύριον υμνείτε και υπερυψούτε αυτόν εις τους αιώνας». Η Ωδή αύτη ευρίσκεται όπου και η ανωτέρω.

        

θ’) Η ενάτη Ωδή είνε ύμνος της Υπεραγίας Δεσποίνης ημών Θεοτόκου και Αειπαρθένου Μαρίας, τον οποίον αύτη ανέπεμψεν ολίγον μετά τον Ευαγγελισμόν και την εν τη κοιλία της σύλληψιν εκ Πνεύματος Αγίου του Κυρίου και Θεού και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού. Κατ’ εκείνας τας ημέρας είχεν επισκεφθή η Μήτηρ του Κυρίου μας την συγγενή της Ελισάβετ, την μητέρα του Προδρόμου, η οποία την ύμνησε και την εμακάρισε, φωτισθείσα υπό του Αγίου Πνεύματος. Τότε η Αειπάρθενος Κόρη, η φέρουσα εις την κοιλίαν της τον Αιώνιον, ανεβόησε: «Μεγαλύνει η ψυχή μου τον Κύριον και ηγαλλίασε το πνεύμα μου επί τω Θεώ τω Σωτήρί μου…» Η Ωδή αύτη ευρίσκεται εις το Ευαγγέλιον του Λουκά (εν κεφ. α’). Με αυτήν δε την Ωδήν είνε ηνωμένος και ο ευχαριστήριος ύμνος του προφήτου Ζαχαρίου διά την γέννησιν του υιού του Ιωάννου, του μετέπειτα Βαπτιστού του Κυρίου. Ως γνωστόν, ο Ζαχαρίας δεν είχε πιστεύσει εις την διαβεβαίωσιν του Αγγέλου ότι η στείρα και γραία σύζυγός του Ελισάβετ θα συλλάβη υιόν, και δι’ αυτό ετιμωρήθη με στέρησιν της λαλιάς του. Κατά την ογδόην όμως ημέραν από την γέννησιν του Ιωάννου, ελύθη η γλώσσα του και τότε ύμνησε με όλην την καρδίαν του τον Θεόν. Ο ύμνος αυτός περιέχει και προφητείας, ευρίσκεται δε όπου και ο ανωτέρω ύμνος της Θεοτόκου.

              

Ωδαί και Kανόνες 

Οι ποιηταί των Κανόνων ακολουθούν τας βιβλικάς Ωδάς. Δηλαδή διαιρούν τα τροπάριά των εις ενότητας ίσου αριθμού προς τας βιβλικάς Ωδάς. Πρώτον κατασκευάζουν τον ειρμόν μιας Ωδής (της πρώτης π.χ.) και ακολούθως, κατά το υπόδειγμα του ειρμού, σειράν τροπαρίων. Εν συνεχεία κατασκευάζουν άλλον ειρμόν διά την επομένην Ωδήν και ,κατά το υπόδειγμα αυτού του ειρμού, άλλην σειράν τροπαρίων κ.ο.κ.. Δεν είνε όμως άρτιοι όλοι οι Κανόνες, δηλαδή δεν περιέχουν όλοι εννέα Ωδάς (η μάλλον οκτώ, διότι η Δευτέρα Ωδή, επειδή έχει, ως προείπομεν, ελεγκτικόν και πένθιμον χαρακτήρα, παραλείπεται συνήθως και σπανιώτατα χρησιμοποιείται), αλλά περιέχουν κάποτε μόνον δύο ή τρείς ή τέσσαρας, οπότε λέγονται διώδια, τριώδια και τετραώδια, ως π.χ. οι Κανόνες της Μ.Δευτέρας, Μ.Τρίτης, Μ.Τετάρτης και άλλοι. Μεταξύ μιάς Ωδής Κανόνος και της αντιστοίχου βιβλικής Ωδής υπάρχει βεβαίως σχέσις. Η σχέσις αύτη άλλοτε είνε στενή, ήτοι ο ειρμός ή και τα τροπάρια αναφέρονται ρητώς και σαφώς εις το περιεχόμενον της βιβλικής Ωδής (π.χ. εξιστορούν ποιητικώς την διάβασιν της Ερυθράς Θαλάσσης και την καταστροφήν του Φαραώ, γεγονότα περί των οποίων ομιλεί η πρώτη βιβλική Ωδή ), και άλλοτε υποτυπώδης, ήτοι αναφέρονται απλώς φράσεις ή λέξεις εκ της πρώτης βιβλικής Ωδής, το «εστερεώθη» της τρίτης, το «εισακήκοα την ακοήν σου» της τετάρτης, το «ορθρίζω» της πέμπτης κ. τ. τ.).Πρέπει να γνωρίζη καλώς τούτο ο εκκλησιαζόμενος, διότι άλλως θα απορή, όταν ακούη να επαναλαμβάνωνται συνεχώς εις τα τροπάρια τα «ότι δεδόξασται», τα «εκ φθοράς με ανάγαγε», ή τα «ευλογείτε, ανυμνείτε και υπερυψούτε εις πάντας τους αιώνας» κ.τ.λ..   Όλα αυτά είνε φράσεις των βιβλικών Ωδών και οι ποιηταί των Κανόνων τας ενσωματώνουν εις τους ειρμούς και τα τροπάρια των αντιστοίχων Ωδών των Κανόνων.

 

Σημασία διαφόρων ονομασιών

 

           Η λέξις «τροπάριον» είνε γενική και σημαίνει μικρόν εκκλησιαστικόν ύμνον, στροφήν. Τα τροπάρια όμως έχουν και άλλας ονομασίας, αναλόγως της λειτουργικής των χρήσεως, ως π.χ. «αντίφωνα»,  «απολυτίκια»,    «εξαποστειλάρια»,    «στιχηρά» κ.τ.λ..    Επειδή ο αναγνώστης θα συναντά πολλάκις, κατά τας Ακολουθίας της Εκκλησίας, τας ονομασίας αυτάς, χωρίς να γνωρίζη τι σημαίνουν, θα είπωμεν και περί αυτών ολίγα. Εννοείται ότι δεν θα αναφέρωμεν όλας τας γμώμας δια την σημασίαν εκάστης ονομασίας, αλλά θα αρκεσθώμεν εις μίαν και μόνην, την πιθανωτέραν. Η εκτενής ανάπτυξις των ζητημάτων αυτών δεν έχει θέσιν ενταύθα. Λοιπόν: «Α ν τ ί φ ω ν α» ελέγοντο κατ’ αρχάς μικρά τροπάρια, εξ ενός πολλάκις στίχου, που είχον θέσιν επωδού εις τους ψαλλομένους στίχους των Ψαλμών. Μετέπειτα τα τροπάρια αυτά έγιναν εκτενέστερα. «Αντίφωνα» ωνομάσθησαν, επειδή εψάλλοντο κατ’ ανταπόκρισιν υπό δύο ψαλτών ή χορών. «Α π ο λ υ τ ί κ ι α» λένονται ωρισμένα τροπάρια, αναφερόμενα εις την υπόθεσιν της εορτής, επειδή ψάλλονται κατά τον Εσπερινόν μετά το «Νυν απολύεις…» και προ της απολύσεως, δηλαδή της Ευχής που δίδει τέλος εις την Ακολουθίαν. Ενίοτε τα απολυτίκια και τα εξαποστειλάρια ψάλλονται τρεις φοράς εις τύπον της Αγίας Τριάδος. «Α π ό σ τ ι χ α   ι δ ι ό μ ε λ α» λέγονται όσα ψάλλονται  με μουσικήν ιδιάζουσαν. «Ε ξ α π ο σ τ ε ι λ ά ρ ι α» λέγονται ωρισμένα τροπάρια, ίσως διότι εν εκ των τροπαρίων της ομάδος αυτής αρχίζει με την φράσιν του Ψαλμού (42,3 ) « Εξαπόστειλον το φως σου…» «Ε υ λ ο γ η τ ά ρ ι α» λέγονται τα τροπάρια των οποίων προηγείται ο ψαλμικός στίχος «Ευλογητός εί, Κύριε δίδαξόν με τα δικαιώματά σου». «Θ ε ο τ ο κ ί α» λέγονται τα τροπάρια που εξυμνούν την Θεοτόκον.  «Κ α θ ί σ μ α τ α» λένονται τα τροπάρια εκείνα που εψάλλοντο μετά την ανάγνωσιν ωρισμένων ψαλμών προς ανάπαυσιν των πιστών, οι οποίοι και εκάθηντο επ’ ολίγον. «Κ α τ α β α σ ί α ι» λέγονται οι ειρμοί, οι οποίοι ψάλλονται έπειτα από τους Κανόνας. Η λέξις προέρχεται εκ του ότι οι ψάλται παλαιότερον κατήρχοντο εκ των στασιδίων των και τας έψαλλον ηνωμένοι εις το κέντρον του Ναού. (Καταβασίαι ψάλλονται διάφοροι καθ’ όλον το έτος.) «Κ ο ν τ ά κ ι α» είπομεν προηγουμένως ποία λέγονται. «Σ τ ι χ η ρ ά» λέγονται τα τροπάρια τα οποία ψάλλονται αφού προταχθούν αυτών μεμονωμένοι στίχοι εκ των Ψαλμών. «Σ τ ι χ η ρ ά  α π ό σ τ ι χ α» ή απλώς «απόστιχα» λέγονται όσα ψάλλονται εις τους τελευταίους στίχους Ψαλμών, οι οποίοι ψάλλονται ολόκληροι. «Σ τ ι χ η ρ ά  ι δ ι ό μ ε λ α» λέγονται όσα ψάλλονται με μουσικήν ιδιάζουσαν. «Σ τ ι χ η ρ ά  π ρ ο σ ό μ ο ι α» λέγονται όσα ψάλλονται κατά την μουσικήν των ιδιομέλων. «Σ τ ι χ η ρ ά  τ ω ν  α ί ν ω ν» ή απλώς «αίνοι» λέγονται τα τροπάρια που συνοδεύουν τους ψαλμικούς στίχους «Πάσα πνοή αινεσάτω τον Κύριον. Αινείτε τον Κύριον εκ των ουρανών…».

 

 

«Υ π α κ ο ή» (εκ του «υπακούω» με την έννοιαν του υποφωνώ, υπηχώ, ψάλλω απαντών εις άλλον,) λέγεται το τροπάριον εκείνο που παλαιότερον εψάλλετο υφ’ ολοκλήρου του χορού, αφού ο Διάκονος έψαλλε τους πρώτους στίχους του.

           Ο αναγνώστης πλην των ονομασιών αυτών, που αναφέρονται εις τα τροπάρια, θα συναντά εις τας διαφόρους Ακολουθίας της Εκκλησίας και τας λέξεις «Εκτενής», «Προκείμενον», «Συναπτή», «Ώραι» κ.τ.λ.. «Ε κ τ ε ν ή ς  ι κ ε σ ί α» ή «μεγάλη συναπτή» λέγεται η σειρά των δεήσεων τας οποίας απαγγγέλει ο Ιερεύς (« Εν ειρήνη του Κυρίου δεηθώμεν. Υπέρ…» κ.τ.λ.). «Μ ι κ ρ ά  σ υ ν α π τ ή» ή «αίτησις» λέγεται σύντομος δέησις («Έτι και έτι εν ειρήνη του Κυρίου δεηθώμεν. Της Παναγίας αχράντου…  Ότι σε αινούσιν… ή Ότι σον το κράτος…» κ.τ.λ.). «Προκείμενον» λέγεται μικρός στίχος εκ των Ψαλμών, ο οποίος προτάσσεται των αναγνωσμάτων εκ της Π. Διαθήκης και των Αποστόλων. «Ώραι» λέγονται σύντομοι Ακολουθίαι, τελούμεναι κατά την διάρκειαν της ημέρας (κυρίως εις τας ιεράς Μονάς). Έχομεν την πρώτην Ώραν, την τρίτην , την έκτην και την ενάτην. Αι Ώραι αύται αντιστοιχούν καθ’ ημάς εις την 6ην π.μ., την 9ην π.μ., την 12ην μεσημβρινήν και την 3ην μ.μ.. Η Ακολουθία των Ωρών περιλαμβάνει Ψαλμούς, Ευχάς και τροπάρια. Εις ωρισμένας εορτάς ( παραμονή Χριστουγέννων, παραμονή Θεοφανίων και Μ. Παρασκευή) αι Ακολουθίαι των Ωρών είνε εκτενέστεραι ( «Μεγάλαι Ώραι»).

 

Ο Κανών του Ακαθίστου Ύμνου

 

          Ο «Κανών» του Ακαθίστου Ύμνου είνε άρτιος, δηλαδή περιέχει οκτώ Ωδάς. Ακροστιχίδα έχει «Χαράς δοχείον, σοι πρέπει χαίρειν μόνη Ιωσήφ». Το όνομα Ιωσήφ σημαίνει τον ποιητήν του Κανόνος. Ούτος δε είνε ο Ιωσήφ ο υμνογράφος, καταγόμενος εκ Σικελίας και ακμάσας κατά τον θ’ αιώνα. Οι ειρμοί δεν ανήκουν εις αυτόν, αλλ’ ελήφθησαν εκ του Κσνόνος της Κοιμήσεως της Θεοτόκου. Πιθανώτατα ανήκουν εις τον Ιωάννην τον Δαμασκηνόν. Εκάστη Ωδή του Κανόνος περιέχει τον ειρμόν και τέσσαρα τροπάρια. Ήτοι εν συνόλω ο Κανών έχει 8 ειρμούς και 32 τροπάρια.

           Ο Κανών αυτός είνε ωραιότατος και πανηγυρικώτατος, χαρακτηρίζεται δε ως ποιητικόν αριστούργημα. Εξυμνεί την Αειπάρθενον Κόρην ως «Χριστού βίβλον έμψυχον», ως «παλάτιον του μόνου Βασιλέως», «ως θρόνον πύρινον του Παντοκράτορος», ως «αγνείας θησαύρισμα», ως «ηδύπνοον κρίνον», ως «φωτός κατοικητήριον», ως «ιλαστήριον του κόσμου», ως «ουρανών υψηλοτέραν», ως «ακατανόητον βάθος» και «ύψος άρρητον», ως «νυμφώνα ολόφωτον», ως «πυρίμορφον όχημα του Λόγου» και «έμψυχον Παράδεισον», ως «αιτίαν της των πάντων θεώσεως», ως «άφλεκτον βάτον», ως «ράβδον μυστικήν», ως «στύλον πύρινον» κ.τ.τ..       

             Εις αυτήν και ημείς ας είπωμεν:

          «Ιδού σοι, Χαίρε, κραυγάζομεν λιμήν ημίν γενού θαλαττεύουσι, και ορμητήριον, εν τω πελάγει των θλίψεων και των σκανδάλων πάντων του πολεμήτορος.»

            Τω δε εξ αυτής προελθόντι σαρκοφόρω Θεώ η δόξα και το κράτος, η τιμή και η προσκύνησις, συν τω Πατρί και τω Αγίω Πνεύματι, εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.


                      Ο   Α Κ Α Θ Ι Σ Τ Ο Σ   Υ Μ Ν Ο Σ 

Το εσπέρας εκάστης Παρασκευής των πέντε πρώτων Εβδομάδων της Μεγάλης Τεσσαρακοστής ψάλλεται η Ακολουθία των Χαιρετισμών της Θεοτόκου.

                             Ο Ιερεύς: 

Ευλογητός ο Θεός ημών πάντοτε νυν και αει και εις τους αιώνας των αιώνων.

               Δόξα σοι, ο Θεός ημών, δόξα σοι.

Βασιλεύ ουράνιε, Παράκλητε, το Πνεύμα της αληθείας, ο πανταχού παρών και τα πάντα πληρών, ο θησαυρός των αγαθών και ζωής χορηγός, ελθέ και σκήνωσον εν ημίν, και καθάρισον ημάς από πάσης κηλίδος, και σώσον, Αγαθέ, τας ψυχάς ημών.

                                              Ο Αναγνώστης: 

Αμήν.  

Αγιος ο Θεός, Αγιος Ισχυρός, Αγιος Αθάνατος, ελέησον ημάς. (Τρις).

Δόξα Πατρί και Υιώ και Αγίω Πνεύματι, 

και νυν, και αεί, και εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.

Παναγία Τριάς, ελέησον ημάς. 

Κύριε ιλάσθητι ταις αμαρτίαις ημών, 

Δέσποτα, συγχώρησον τας ανομίας ημίν, 

Αγιε επίσκεψαι και ίασαι τας ασθενείας ημών, 

ένεκεν του ονόματός σου. Κύριε ελέησον. 

Κύριε, ελέησον. Κύριε, ελέησον.

Δόξα Πατρί και Υιώ και Αγίω Πνεύματι, 

και νυν, και αεί, και εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.

Πάτερ ημών ο εν τοις ουρανοίς, αγιασθήτω το όνομά σου, ελθέτω η Βασιλεία σου, γεννηθήτω το θέλημά σου ως εν ουρανώ και επί της γης. Τον άρτον ημών τον επιούσιον δος ημίν σήμερον, και άφες ημίν τα οφειλήματα ημών, ως και ημείς αφίεμεν τοις οφειλέταις ημών. Και μη εισενέγκης ημάς εις πειρασμόν, αλλά ρύσαι ημάς από του πονηρού.

 Ο Ιερεύς: 

Ότι σου εστίν η βασιλεία και η δύναμις και η δόξα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος, νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.

 Ο Αναγνώστης: Αμήν. 

Κύριε, ελέησον ιβ'

Δόξα Πατρί.  

Και νυν. 

Είτα λέγει:

Δεύτε προσκυνήσωμεν και προσπέσωμεν τω Βασιλεί ημών Θεώ.
Δεύτε προσκυνήσωμεν και προσπέσωμεν Χριστώ τω Βασιλεί ημών Θεώ.
Δεύτε προσκυνήσωμεν και προσπέσωμεν αυτώ Χριστώ τω Βασιλεί και Θεώ ημών.


 ΨΑΛΜΟΣ Ν΄ (50) 

Ελέησόν με, ο Θεός, κατά το μέγα έλεός σου και κατά το πλήθος των οικτιρμών σου εξάλειψον το ανόμημά μου˙ Επί πλείον πλύνον με από της ανομίας μου και από της αμαρτίας μου καθάρισόν με. Ότι την ανομίαν μου εγώ γινώσκω, και η αμαρτία μου ενώπιόν μου εστί δια παντός. Σοι μόνω ήμαρτον και το πονηρόν ενώπιόν σου εποίησα, όπως αν δικαιωθής εν τοις λόγοις σου και νικήσης εν τω κρίνεσθαί σε. Ιδού γαρ εν ανομίαις συνελήφθην, και εν αμαρτίαις εκίσσησέ με η μήτηρ μου. Ιδού γαρ αλήθειαν ηγάπησας, τα άδηλα και τα κρύφια της σοφίας σου εδήλωσάς μοι. Ραντιείς με υσσώπω, και καθαρισθήσομαι˙πλυνείς με, και υπέρ χιόνα λευκανθήσομαι. Ακουτιείς μοι αγαλλίασιν και ευφροσύνην,αγαλλιάσονται οστέα τεταπεινωμένα. Απόστρεψον το πρόσωπόν σου από των αμαρτιών μου και πάσας τας ανομίας μου εξάλειψον. Καρδίαν καθαράν κτίσον εν εμοί ,ο Θεός, και πνεύμα ευθές εγκαίνισον εν τοις εγκάτοις μου. Μη απορρίψης με από του προσώπου σου και το πνεύμα σου το άγιον μη αντανέλης απ΄εμού. Απόδος μοι την αγαλλίασην του σωτηρίου σου και πνεύματι ηγεμονικώ στήριξόν με. Διδάξω ανόμους τας οδούς σου, και ασεβείς επί σε επιστρέψουσι. Ρύσαι με εξ αιμάτων, ο Θεός ο Θεός της σωτηρίας μου˙ αγαλλιάσεται η γλώσσα μου την δικαιοσύνην σου. Κύριε, τα χείλη μου ανοίξεις, και το στόμα μου αναγγελεί την αίνεσίν σου. Ότι ει ηθέλησας θυσίαν, έδωκα αν ολοκαυτώματα ουκ ευδοκήσεις.Θυσία τω Θεώ πνεύμα συντετριμμένον, καρδίαν συντετριμμένην και τεταπεινωμένην ο Θεός ουκ εξουδενώσει. Αγάθυνον, Κύριε, εν τη ευδοκία σου την Σιών, και οικοδομηθήτω τα τείχη Ιερουσαλήμ˙Τότε ευδοκήσεις θυσίαν δικαιοσύνης, αναφοράν και ολοκαυτώματα˙Τότε ανοίσουσιν επί το θυσιαστήριόν σου μόσχους.

 

Ψαλμός ΞΘ' (69) 

Ο Θεός εις την βοήθειάν μου πρόσχες. Κύριε, εις το βοηθήσαί μοι σπεύσον. Αισχυνθήτωσαν και εντραπήτωσαν οι ζητούντες την ψυχήν μου. Αποστραφήτωσαν εις τα οπίσω και καταισχυνθήτωσαν οι βουλόμενοί μοι κακά. Αποστραφήτωσαν παραυτίκα αισχυνόμενοι, οι λέγοντές μοι ˙ Εύγε, εύγε. Αγαλλιάσθωσαν και ευφρανθήτωσαν επί σοί, πάντες οι ζητούντες σε, ο Θεός, και λεγέτωσαν δια παντός ˙ Μεγαλυνθήτω ο Κύριος ˙ οι αγαπώντες το σωτήριόν σου. Εγώ δε πτωχός ειμί και πένης ˙  ο Θεός, βοήθησόν μοι. Βοηθός μου, και ρύστης μου ει συ ˙  Κύριε, μη χρονίσης.

  

Ψαλμός ΡΜΒ' (142) 

Κύριε, εισάκουσον της προσευχής μου, ενώτισαι την δέησίν μου εν τη αληθεία σου, εισάκουσόν μου εν τη δικαιοσύνη σου. Και μη εισέλθης εις κρίσιν μετά του δούλου σου, ότι ου δικαιωθήσεται ενώπιόν σου πας ζων. Ότι κατεδίωξεν ο εχθρός την ψυχήν μου, εταπείνωσεν εις γην την ζωήν μου. Εκάθισέ με εν σκοτεινοίς, ως νεκρούς αιώνος, και ηκηδίασεν επ' εμέ το πνεύμα μου, εν εμοί εταράχθη η καρδία μου. Εμνήσθην ημερών αρχαίων, εμελέτησα εν πάσι τοις έργοις σου, εν ποιήμασι των χειρών σου εμελέτων. Διεπέτασα προς σε τας χείρας μου ˙  η ψυχή μου ως γη άνυδρός σοι. Ταχύ εισάκουσόν μου, Κύριε ˙  εξέλιπε το πνεύμα μου. Μη αποστρέψης το πρόσωπόν σου απ' εμού, και ομοιωθήσομαι τοις καταβαίνουσιν εις λάκκον. Ακουστόν ποίησόν μοι το πρωί το έλεός σου, ότι επί σοι ήλπισα. Γνώρισόν μοι, Κύριε, οδόν, εν η πορεύσομαι, ότι προς σε ήρα την ψυχήν μου. Εξελού με εκ των εχθρών μου, Κύριε, ότι προς σε κατέφυγον. Δίδαξόν με του ποιείν το θέλημά σου, ότι συ ει ο Θεός μου. Το πνεύμα σου το αγαθόν οδηγήσει με εν γη ευθεία ˙  ένεκεν του ονόματός σου, Κύριε, ζήσεις με. Εν τη δικαιοσύνη σου, εξάξεις εκ θλίψεως την ψυχήν μου, και εν τω ελέει σου εξολοθρεύσεις τους εχθρούς μου.  Και απολείς πάντας τους θλίβοντας την ψυχήν μου, ότι εγώ δούλος σου ειμί.


Δοξολογία 

Δόξα εν υψίστοις Θεώ, και επί γης ειρήνη, εν ανθρώποις ευδοκία. Υμνούμεν σε, ευλογούμεν σε, προσκυνούμεν σε, δοξολογούμεν σε, ευχαριστούμεν σοι, διά την μεγάλην σου δόξαν. Κύριε Βασιλεύ, επουράνιε Θεέ, Πάτερ παντοκράτορ ˙ Κύριε Υιέ μονογενές, Ιησού Χριστέ, και Άγιον Πνεύμα. Κύριε ο Θεός, ο Αμνός του Θεού, ο Υιός του Πατρός, ο αίρων την αμαρτίαν του κόσμου, ελέησον ημάς, ο αίρων τας αμαρτίας του κόσμου. Πρόσδεξαι την δέησιν ημών, ο καθήμενος εν δεξιών του Πατρός, και ελέησον ημάς. Ότι συ ει μόνος Άγιος, συ ει μόνος Κύριος, Ιησούς Χριστός, εις δόξαν Θεού Πατρός. Αμήν. Καθ' εκάστην εσπέραν ευλογήσω σε, και αινέσω το όνομά σου εις τον αιώνα, και εις τον αιώνα του αιώνος. Κύριε, καταφυγή εγενήθης ημίν εν γενεά και γενεά. Εγώ είπα ˙ Κύριε, ελέησόν με, ίασαι την ψυχήν μου ότι ήμαρτόν σοι. Κύριε, προς σε κατέφυγον ˙ δίδαξόν με του ποιείν το θέλημά σου, ότι συ ει ο Θεός μου. Ότι παρά σοι πηγή ζωής ˙  εν τω φωτί σου οψόμεθα φως. Παράτεινον το έλεός σου τοις γινώσκουσί σε. Καταξίωσον, Κύριε, εν τη νυκτί ταύτη αναμαρτήτους φυλαχθήναι ημάς. Ευλογητός ει, Κύριε, ο Θεός των Πατέρων ημών, και αινετόν και δεδοξασμένον το όνομά σου εις τους αιώνας. Αμήν. Γένοιτο, Κύριε, το έλεός σου εφ' ημάς καθάπερ ηλπίσαμεν επί σε. Ευλογητός ει, Κύριε, δίδαξόν με τα δικαιώματά σου. Ευλογητός ει, Δέσποτα, συνέτισόν με τα δικαιώματά σου. Ευλογητός ει Άγιε, φώτισόν με τοις δικαιώμασί σου. Κύριε, το έλεός σου εις τον αιώνα ˙  τα έργα των χειρών σου μη παρίδης. Σοι πρέπει αίνος, σοι πρέπει ύμνος, σοι δόξα πρέπει, τω Πατρί, και τω Υιώ, και τω Αγίω Πνεύματι, νυν και αεί, και εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.

 

Το σύμβολο της Πίστεως 

Πιστεύω εις ένα Θεόν, Πατέρα, Παντοκράτορα, ποιητήν ουρανού και γης, ορατών τε πάντων και αοράτων.

Και εις ένα Κύριον Ιησούν Χριστόν, τον Υιόν του Θεού τον μονογενή, τον εκ του Πατρός γεννηθέντα προ πάντων των αιώνων.

Φως εκ φωτός, Θεόν αληθινόν εκ Θεού αληθινού γεννηθέντα ου ποιηθέντα, ομοούσιον τω Πατρί, δι' ου τα πάντα εγένετο.

Τον δι' ημάς τους ανθρώπους και δια την ημετέραν σωτηρίαν κατελθόντα εκ των ουρανώ, και σαρκωθέντα εκ Πνεύματος Αγίου και Μαρίας της Παρθένου και ενανθρωπήσαντα.

Σταυρωθέντα τε υπέρ ημών επί Ποντίου Πιλάτου και παθόντα και ταφέντα.

Και αναστάντα τη τρίτη ημέρα κατά τας Γραφάς. Και ανελθόνται εις τους ουρανούς, και καθεζόμενον εκ δεξιών του Πατρός.

Και πάλιν ερχόμενον μετά δόξης κρίναι ζώντας και νεκρούς ˙ ου της βασιλείας ουκ έσται τέλος.

Και εις το Πνεύμα το άγιον, το κύριον, το ζωοποιόν, το εκ του Πατρός εκπορευόμενον, το συν Πατρί και Υιώ συμπροσκυνούμενον και συνδοξαζόμενον, το λαλήσαν διά των προφητών.

Εις μίαν, αγίαν, καθολικήν, και αποστολικήν Εκκλησίαν.

Ομολογώ εν βάπτισμα εις άφεσιν αμαρτιών.

Προσδοκώ ανάστασιν νεκρών.

Και ζωήν του μέλλοντος αιώνος. Αμήν. 

 

Άξιον εστίν, ως αληθώς, μακαρίζειν σε την Θεοτόκον, την αειμακάριστον και παναμώμητον και Μητέρα του Θεού ημών. Την τιμιωτέραν των Χερουβείμ και ενδοξοτέραν ασυγκρίτως των Σεραφείμ, την αδιαφθόρως, Θεόν Λόγον τεκούσαν, την όντως Θεοτόκον, σε μεγαλύνομεν.

 

Απολυτίκιον. Ήχος πλ. δ ΄ . 

Το προσταχθέν μυστικώς λαβών εν γνώσει εν τη σκηνή του

Ιωσήφ σπουδή επέστη ο ασώματος λέγων τη απειρογάμω ˙

Ο κλίνας τη καταβάσει τους ουρανούς χωρείται αναλλοιώτως όλος

εν σοι ˙ ον και βλέπων εν μήτρα σου λαβόντα δούλου

μορφήν, εξίσταμαι κραυγάζων Σοι˙ Χαίρε Νύμφη Ανύμφευτε

 

Είτα ψάλλεται ο Κανών:

Ωδή α΄. Ήχος δ ΄.  Ο Ειρμός. 

«Ανοίξω το στόμα μου και  πληρωθήσεται  Πνεύματος, και λόγον ερεύξομαι τη βασιλίδι Μητρί ˙  και οφθήσομαι φαιδρώς πανηγυρίζων, και άσω γηθόμενος, ταύτης τά θαύματα». 

Υπεραγία  Θεοτόκε…

 

Χριστού βίβλον έμψυχον, εσφραγισμένην σε Πνεύματι, ο μέγας Αρχάγγελος, Αγνή θεώμενος, επεφώνει σοι ˙  Χαίρε, χαράς δοχείον, δι’ ης της προμήτορος, αρά λυθήσεται.

  

 

Υπεραγία  Θεοτόκε…

 

Αδάμ επανόρθωσις, χαίρε, Παρθένε Θεόνυμφε, του άδου η νέκρωσις ˙  χαίρε Πανάμωμε, το παλάτιον του μόνου Βασιλέως ˙  χαίρε,  θρόνε  πύρινε του Παντοκράτορος.

 

Δόξα Πατρί…

 

Ρόδον το αμάραντον, χαίρε, η  μόνη βλαστήσασα ˙  το μήλον το εύοσμον, χαίρε, η τέξασα, το οσφράδιον, του πάντων Βασιλέως ˙  χαίρε, απειρόγαμε, κόσμου διάσωσμα.

 

Και νυν…

 

Αγνείας θησαύρισμα, χαίρε δι’ ης εκ του πτώματος ημών εξανέστημεν ˙ χαίρε, ηδύπνοον κρίνον, Δέσποινα, πιστούς ευωδιάζον  ˙ θυμίαμα εύοσμον, μύρον πολύτιμον.

 

Και πάλιν: «Ανοίξω το στόμα μου…»

Ωδή γ΄.  Ο Ειρμός.

 

«Τους σούς υμνολόγους, Θεοτόκε, ως ζώσα και άφθονος πηγή, θίασον συγκροτήσαντας πνευματικόν στερέωσον ˙  και εν τη θεία δόξη σου στεφάνων δόξης αξίωσον».

 

Υπεραγία Θεοτόκε…

 

Στάχυν η βλαστήσασα τον θείον, ως χώρα ανήροτος σαφώς, χαίρε, έμψυχε τράπεζα, άρτον ζωής χωρήσασα ˙  χαίρε, του ζώντος ύδατος πηγή ακένωτος,  Δέσποινα. 


Υπεραγία Θεοτόκε… 


Δάμαλις τον μόσχον η τεκούσα, τον άμωμον, χαίρε, τοίς πιστοίς  ˙ χαίρε, αμνάς κυήσασα Θεού αμνόν, τον αίροντα κόσμου παντός τά πταίσματα ˙  χαίρε θερμόν ιλαστήριον.

 

Δόξα Πατρί…

 

Όρθρος φαεινός, χαίρε, η μόνη, τον ήλιον φέρουσα Χριστόν, φωτός κατοικητήριον ˙ χαίρε το σκότος λύσασα, και τους ζοφώδεις δαίμονας ολοτελώς εκμειώσασα.

 

Και νύν…

 

Χαίρε, πύλη μόνη, ην ο Λόγος, διώδευσε μόνος, η μοχλούς και πύλας άδου, Δέσποινα, τω τόκω σου συντρίψασα ˙  χαίρε, η θεία είσοδος των σωζομένων, Πανύμνητε.

 

Και πάλιν: «Τους σους υμνολόγους…»

Ωδή δ΄ . Ο Ειρμός. 

«Ο καθήμενος εν δόξη επί θρόνου Θεότητος, εν νεφέλη κούφη ήλθεν Ιησούς ο υπέρθεος τη ακηράτω παλάμη και διέσωσε τους κραυγάζοντας ˙  Δόξα, Χριστέ, τη δυνάμει σου».

 

Υπεραγία Θεοτόκε…

 

Εν φωναίς ασμάτων πίστει σοι βοώμεν, Πανύμνητε ˙  Χαίρε, πίον όρος και τετυρωμένον εν Πνεύματι ˙  χαίρε, λυχνία και στάμνε, μάννα φέρουσα, το γλυκαίνον τα των ευσεβών αισθητήρια.

 

Υπεραγία Θεοτόκε…

 

Ιλαστήριον του κόσμου, χαίρε, άχραντε Δέσποινα ˙  χαίρε, κλίμαξ γήθεν πάντας ανυψώσασα χάριτι ˙  χαίρε, η γέφυρα όντως η μετάγουσα εκ θανάτου πάντας, προς ζωήν τους υμνούντας σε.

  

 

Υπεραγία Θεοτόκε…

 

Ουρανών υψηλοτέρα, χαίρε, γης το θεμέλιον εν τη ση νηδύϊ, ΄Αχραντε, ακόπως βαστάσασα ˙  χαίρε κογχύλη, πορφύραν θείαν βάψασα εξ αιμάτων σου τω Βασιλεί των δυνάμεων.

 

Δόξα Πατρί…

 

Νομοθέτην η τεκούσα, αληθώς, χαίρε, Δέσποινα, τον τας ανομίας πάντων δωρεάν εξαλείφοντα ˙  ακατανόητον βάθος, ύψος άρρητον, απειρόγαμε, δι’ ης ημείς εθεώθημεν.

 

Και νυν…

 

Σε την πλέξασαν τω κόσμω αχειρόπλοκον στέφανον ανυμνολογούμεν, χαίρε σοι, Παρθένε, κραυγάζοντες, το φυλακτήριον πάντων και χαράκωμα και κραταίωμα και ιερόν καταφύγιον.

 

Και πάλιν: «Ο καθήμενος εν δόξη…»

Ωδή ε΄ . Ο Ειρμός.

 

«Εξέστη τα σύμπαντα επί τη θεία δόξη σου ˙  συ γαρ, απειρόγαμε Παρθένε, έσχες εν μήτρα τον επί πάντων Θεόν, και τέτοκας άχρονον Υιόν, πάσι τοις υμνούσι σε σωτηρίαν βραβεύοντα».

 

Υπεραγία Θεοτόκε…

 

Οδόν η κυήσασα ζωής, χαίρε, Πανάμωμε, η κατακλυσμού της αμαρτίας σώσασα κόσμον ˙ χαίρε, Θεόνυμφε, άκουσμα και λάλημα φρικτόν ˙ χαίρε, ενδιαίτημα του Δεσπότου της κτίσεως.

 

Υπεραγία Θεοτόκε…

 

Ισχύς και οχύρωμα ανθρώπων, χαίρε, Άχραντε, τόπε αγιάσματος της δόξης ˙ νέκρωσις άδου, νυμφών ολόφωτε ˙ χαίρε, των Αγγέλων χαρμονή ˙ χαίρε, η βοήθεια των πιστώς δεομένων σου.

 

Υπεραγία Θεοτόκε…

 

Πυρίμορφον όχημα, του Λόγου, χαίρε, Δέσποινα, έμψυχε Παράδεισε, το ξύλον εν μέσω έχων ζωής, τον Κύριον, ου ο γλυκασμός ζωοποιεί πίστει τους μετέχοντας και φθορά υποκύψαντας.

 

Δόξα Πατρί…

 

Ρωννύμενοι σθένει σου, πιστώς αναβοώμεν σοι ˙  Χαίρε, πόλις του Παμβασιλέως, δεδοξασμένα και αξιάκουστα περί ης λελάληνται σαφώς ˙ όρος αλατόμητον, χαίρε, βάθος αμέτρητον.

 

Και νυν…

 

Ευρύχωρον σκήνωμα, του Λόγου, χαίρε, Άχραντε, κόχλος η τον θείον μαργαρίτην προαγαγούσα ˙ χαίρε, Πανθαύμαστε, πάντων προς Θεόν καταλλαγή, των μακαριζόντων σε, Θεοτόκε, εκάστοτε.


 

Και πάλιν: «Εξέστη τα σύμπαντα…»

Ωδή στ΄ .  Ο Ειρμός.

 

«Την θείαν ταύτην και πάντιμον τελούντες εορτήν οι θεόφρονες της Θεομήτορος, δεύτε τας χείρας κροτήσωμεν, τον εξ αυτής τεχθέντα Θεόν δοξάζοντες». 

Υπεραγία Θεοτόκε…

 

Παστάς του Λόγου αμόλυντε, αιτία της των πάντων θεώσεως, χαίρε, Πανάχραντε, των Προφητών περιήχημα ˙  χαίρε, των Αποστόλων, το εγκαλλώπισμα.

  

Υπεραγία Θεοτόκε…

 

Εκ σού η δρόσος απέσταξε φλογμόν πολυθεΐας η λύσασα ˙  όθεν βοώμεν σοι ˙ Χαίρε ο πόκος ο ένδροσος, ον Γεδεών, Παρθένε, προεθεάσατο.

 

Δόξα Πατρί…

 

Ιδού σοι, χαίρε, κραυγάζομεν ˙  λιμήν ημίν γενού θαλαττεύουσι, και ορμητήριον, εν τω πελάγει των θλίψεων και των σκανδάλων πάντων του πολεμήτορος.

 

Και νυν… 


Χαράς αιτία, χαρίτωσον ημών τον λογισμόν του κραυγάζειν σοι ˙ Χαίρε, η άφλεκτος βάτος, νεφέλη ολόφωτε, η τους πιστούς απαύστως επισκιάζουσα.

 

Και πάλιν: «Την θείαν ταύτην…»

Ωδή ζ ΄. Ο Ειρμός.

 

«Ουκ ελάτρευσαν, τη κτίσει οι θεόφρονες παρά τον Κτίσαντα ˙ αλλά πυρός απειλήν ανδρείως πατήσαντες, χαίροντες έψαλλον ˙ Υπερύμνητε, ο των Πατέρων Κύριος και Θεός, ευλογητός ει».

 

Υπεραγία Θεοτόκε…

 

Ανυμνούμεν σε βοώντες ˙  Χαίρε, όχημα ηλίου του νοητού ˙ άμπελος αληθινή, τον βότρυν τον πέπειρον, η γεωργήσασα, οίνον στάζοντα, τον τας ψυχάς ευφραίνοντα των πιστώς σε δοξαζόντων.

 

Υπεραγία Θεοτόκε…

 

Ιατήρα των ανθρώπων η κυήσασα, χαίρε, Θεόνυμφε ˙  η ράβδος η μυστική, άνθος το αμάραντον η εξανθήσασα ˙  χαίρε, Δέσποινα, δι’ ης χαράς πληρούμεθα και ζωήν κληρονομούμεν.

 

Υπεραγία Θεοτόκε…

 

Ρητορεύουσα ου σθένει γλώσσα, Δέσποινα, υμνολογήσαι σε ˙ υπέρ γαρ τα Σεραφείμ υψώθης κυήσασα τον Βασιλέα Χριστόν ˙ ον ικέτευε πάσης νυν βλάβης ρύσασθαι τους πιστώς σε προσκυνούντας.

 

Δόξα Πατρί…

 

Ευφημεί σε μακαρίζοντα τα πέρατα και ανακράζει σοι ˙  Χαίρε, ο τόμος, εν ω δακτύλω εγγέγραπται Πατρός ο Λόγος, Αγνή ˙  ον ικέτευε βίβλω ζωής τους δούλους σου καταγράψαι, Θεοτόκε.


Και νυν…

 

Ικετεύομεν οι δούλοι σου και κλίνομεν γόνυ καρδίας ημών ˙  κλίνον το ους σου, Αγνή, και σώσον τους θλίψεσι βυθιζομένους ημάς ˙ και συντήρησον πάσης εχθρών αλώσεως την σην Πόλιν, Θεοτόκε.

 

Και πάλιν: «Ουκ ελάτρευσαν…»

Ωδή η΄ . Ο Ειρμός.

 

«Παίδας ευαγείς εν τη καμίνω ο τόκος της Θεοτόκου διεσώσατο, τότε μεν τυπούμενος νυν δε ενεργούμενος, την οικουμένην άπασαν αγείρει ψάλλουσαν ˙Τον Κύριον υμνείτε, τα έργα, και υπερυψούτε εις πάντας τους αιώνας».

Υπεραγία Θεοτόκε…

 

Νηδύϊ τον Λόγον υπεδέξω, τον πάντα βαστάζοντα εβάστασας, γάλακτι εξέθρεψας νεύματι τον τρέφοντα την οικουμένην άπασαν, Αγνή, ω ψάλλομεν ˙  Τον Κύριον υμνείτε, τα έργα, και υπερυψούτε, εις πάντας τους αιώνας.

 

  

Υπεραγία Θεοτόκε…

 

Μωσής κατενόησεν εν βάτω το μέγα μυστήριον του τόκου σου ˙ Παίδες προεικόνισαν τούτο εμφανέστατα, μέσον πυρός ιστάμενοι και μη φλεγόμενοι, ακήρατε αγία Παρθένε ˙ όθεν σε υμνούμεν, εις πάντας τους αιώνας.


Υπεραγία Θεοτόκε…

 

Οι πρώην απάτη γυμνωθέντες στολήν αφθαρσίας ενεδύθημεν τη κυοφορία σου ˙ και οι καθεζόμενοι εν σκότει παραπτώσεων φώς κατωπτεύσαμεν, φωτός κατοικητήριον, Κόρη ˙  όθεν σε υμνούμεν, εις πάντας τους αιώνας.

 

Δόξα Πατρί…

 

Νεκροί δια σου ζωοποιούνται ˙ ζωήν γαρ την ενυπόστατον εκύησας ˙ εύλαλοι οι άλαλοι πρώην χρηματίζονται ˙ λεπροί αποκαθαίρονται ˙ νόσοι διώκονται ˙ πνευμάτων αερίων τα πλήθη ήττηνται, Παρθένε, βροτών η σωτηρία.

 

Και νυν…

 

Η κόσμω τεκούσα σωτηρίαν, δι’ ης από γης εις ύψος ήρθημεν, χαίροις, Παντευλόγητε, σκέπη και κραταίωμα, τείχος και οχύρωμα των μελοδούντων, Αγνή ˙  Τον Κύριον υμνείτε, τα έργα, και υπερυψούτε εις πάντας τους αιώνας.


Και πάλιν: «Παίδας ευαγείς…»

Ωδή θ΄ .  Ο Ειρμός.

 

«Άπας γηγενής σκιρτάτω, τω πνεύματι λαμπαδοχούμενος ˙ πανηγυριζέτω δε αΰλων Νόων φύσις, γεραίρουσα την ιεράν πανήγυριν της Θεομήτορος, και βοάτω ˙  Χαίροις, παμμακάριστε Θεοτόκε, αγνή, αειπάρθενε».

 

  

Υπεραγία Θεοτόκε…

 

Ίνα σοι πιστοί το Χαίρε κραυγάζωμεν, οι δια σου της χαράς μέτοχοι γενόμενοι της αϊδίου, ρύσαι ημάς πειρασμού, βαρβαρικής αλώσεως και πάσης άλλης πληγής, δια πλήθος, Κόρη, παραπτώσεων επιούσης βροτοίς αμαρτάνουσιν.

 

Υπεραγία Θεοτόκε…

 

Ώφθης φωτισμός, ημών και βεβαίωσις ˙  όθεν βοώμέν σοι ˙  Χαίρε, άστρον άδυτον, εισάγον κόσμω τον μέγαν ήλιον ˙  Χαίρε, Εδέμ ανοίξασα την κεκλεισμένην, Αγνή ˙   Χαίρε, στύλε πύρινε, εισάγουσα εις την άνω ζωήν το ανθρώπινον.

 

Υπεραγία Θεοτόκε…

 

Στώμεν ευλαβώς εν οίκω Θεού ημών, και εκβοήσωμεν ˙  Χαίρε, κόσμου Δέσποινα ˙ χαίρε, Μαρία, Κυρία πάντων ημών ˙  χαίρε, η μόνη άμωμος εν γυναιξί και καλή ˙  χαίρε, σκεύος, μύρον το ακένωτον επί σε κενωθέν εισδεξάμενον.

 

Δόξα Πατρί…

 

Η περιστερά, η τον Ελεήμονα αποκυήσασα, χαίρε, Αειπάρθενε ˙ οσίων πάντων, χαίρε, το καύχημα, των αθλητών στεφάνωμα ˙ χαίρε, απάντων τε των δικαίων θείον εγκαλλώπισμα, και ημών των πιστών το διάσωσμα.


Και νυν…

 

Φείσαι ο Θεός της κληρονομίας σου, τας αμαρτίας ημών πάσας παραβλέπων νυν, εις τούτο έχων εκδυσωπούσαν σε την επί γης ασπόρως σε κυοφορήσασαν, δια μέγα έλεος θελήσαντα μορφωθήναι, Χριστέ, το αλλότριον.

 

Και πάλιν: «Άπας γηγενής…»

Κοντάκιον. ΄Ηχος πλ. δ΄ .

 

Τη υπερμάχω στρατηγώ τα νικητήρια, ως λυτρωθείσα των δεινών ευχαριστήρια, αναγράφω σοι η Πόλις σου, Θεοτόκε. Αλλ’ ως έχουσα το κράτος απροσμάχητον, εκ παντοίων με κινδύνων ελευθέρωσον, ίνα κράζω σοι ˙  Χαίρε, Νύμφη Ανύμφευτε.

 


Στάσις  Α΄

(Η Α΄Στάσις του Ακαθίστου Ύμνου ψάλλεται τη Παρασκευή της           Α΄Εβδομάδος των Νηστειών, ήτοι της Μ. Τεσσαρακοστής.)

 

Άγγελος πρωτοστάτης ουρανόθεν επέμφθη 

ειπείν τη Θεοτόκω τω Χαίρε (τρις) 

και συν τη ασωμάτω φωνή σωματούμενον σε θεωρών, Κύριε, 

εξίστατο και ίστατο κραυγάζων προς αυτήν τοιαύτα ˙

 

Χαίρε, δι’ ης η χαρά εκλάμψει ˙  

χαίρε  δι’ ης η αρά εκλέιψει. 

Χαίρε, του πεσόντος Αδάμ η ανάκλησις ˙  

χαίρε, των δακρύων της Εύας η λύτρωσις.

Χαίρε, ύψος δυσανάβατον ανθρωπίνοις λογισμοίς 

χαίρε, βάθος δυσθεώρητον και Αγγέλων οφθαλμοίς. 

Χαίρε, ότι υπάρχεις Βασιλέως καθέδρα ˙  

χαίρε, ότι βαστάζεις τον βαστάζοντα πάντα. 

Χαίρε, αστήρ εμφαίνων τον ήλιον ˙  

χαίρε, γαστήρ ενθέου σαρκώσεως. 

Χαίρε, δι’ ης νεουργείται η κτίσις ˙  

χαίρε, δι’ ης βρεφουργείται ο Κτίστης.

 

Χαίρε Νύμφη ανύμφευτε.

 

Βλέπουσα η Αγία εαυτήν εν αγνεία, φησί τω Γαβριήλ θαρσαλέως ˙ 

Το παράδοξόν σου της φωνής δυσπαράδεκτόν μου τη ψυχή φαίνεται.            Ασπόρου γαρ συλλήψεως την κύησιν πως λέγεις; κράζων ˙

 

Αλληλούϊα

 

Γνώσιν άγνωστον γνώναι η Παρθένος ζητούσα, 

εβόησε προς τον λειτουργούντα ˙

εκ λαγόνων αγνών υιόν πώς εστι τεχθήναι δυνατόν; λέξον μοι. 

Προς ην εκείνος έφησεν εν φόβω, πλήν κραυγάζων ούτω ˙

 

Χαίρε, βουλής απορρήτου μύστις ˙  

χαίρε, σιγής δεομένων πίστις. 

Χαίρε, των θαυμάτων Χριστού το προοίμιον ˙ 

χαίρε, των δογμάτων αυτού το κεφάλαιο. 

Χαίρε, κλίμαξ επουράνιε, δι’ ης κατέβη ο Θεός ˙  

χαίρε, γέφυρα μετάγουσα τους εκ γης προς ουρανόν. 

Χαίρε, το των Αγγέλων πολυθρύλητον θαύμα ˙  

χαίρε, το των δαιμόνων πολυθρήνητον τραύμα. 

Χαίρε, το φως αρρήτως γεννήσασα ˙  

χαίρε, το πώς μηδένα διδάξασα.

Χαίρε, σοφών υπερβαίνουσα γνώσιν ˙ 

χαίρε, πιστών καταυγάζουσα φρένας.

 

Χαίρε, Νύμφη ανύμφευτε.

 

Δύναμις του Υψίστου επεσκίασε τότε προς σύλληψιν τη Απειρογάμω ˙           και την εύκαρπον ταύτης νηδύν ως αγρόν υπέδειξεν 

ηδύν άπασι τοις θέλουσι θερίζειν σωτηρίαν, εν τω ψάλλειν ούτως ˙

 

Αλληλούϊα 

 

Έχουσα Θεοδόχον η Παρθένος την μήτραν, 

ανέδραμε προς την Ελισάβετ ˙  

το δε βρέφος εκείνης ευθύς επιγνόν τον ταύτης ασπασμόν έχαιρε ˙  

και άλμασιν ως άσμασιν, εβόα προς την Θεοτόκον ˙

 

Χαίρε, βλαστού αμαράντου κλήμα ˙ 

χαίρε, καρπού ακηράτου κτήμα. 

Χαίρε, γεωργόν γεωργούσα φιλάνθρωπον ˙  

χαίρε, φυτουργόν της ζωής ημών φύουσα. 

Χαίρε, άρουρα βλαστάνουσα ευφορίαν οικτιρμών ˙  

χαίρε, τράπεζα βαστάζουσα ευθηνίαν ιλασμών.

 

Χαίρε, ότι λειμώνα της τρυφής αναθάλλεις ˙  

χαίρε, ότι λιμένα των ψυχών ετοιμάζεις. 

Χαίρε, δεκτόν πρεσβείας θυμίαμα ˙  

χαίρε, παντός του κόσμου εξίλασμα. 

Χαίρε, Θεού προς θνητού ευδοκία ˙  

χαίρε, θνητών προς Θεόν παρρησία.

 

Χαίρε, Νύμφη ανύμφευτε.

 

Ζάλην ένδοθεν έχων λογισμών αμφιβόλων, ο σώφρων Ιωσήφ εταράχθη, 

προς την άγαμόν σε θεωρών και κλεψίγαμον υπονοών, ΄Αμεμπτε ˙               μαθών δε σου την σύλληψιν εκ Πνεύματος Αγίου, έφη ˙

 

Αλληλούϊα. 



Στάσις Β΄

 

(Η Β΄Στάσις του Ακαθίστου Ύμνου ψάλλεται τη Παρασκευή της          Β΄Εβδομάδος των Νηστειών.)

 

 

Ήκουσαν οι ποιμένες των Αγγέλων υμνούντων 

την ένσαρκον Χριστού παρουσίαν ˙  

και δραμόντες ως προς ποιμένα, 

θεωρούσι τούτον ως αμνόν άμωμον 

εν τη γαστρί Μαρίας βοσκηθέντα, 

ην υμνούντες είπον ˙

 

Χαίρε, αμνού και ποιμένος μήτηρ ˙ 

χαίρε, αυλή λογικών προβάτων. 

Χαίρε, αοράτων εχθρών αμυντήριον ˙  

χαίρε, παραδείσου θυρών ανοικτήριον. 

Χαίρε, ότι τα ουράνια συναγάλλεται τη γή ˙ 

χαίρε, ότι τα επίγεια συγχορεύει ουρανοίς. 

Χαίρε, των Αποστόλων το ασίγητον στόμα ˙ 

χαίρε, των αθλοφόρων το ανίκητον θάρσος. 

Χαίρε, στερρόν της πίστεως έρεισμα ˙  

χαίρε, λαμπρόν της χάριτος γνώρισμα. 

Χαίρε, δι’  ης εγυμνώθη ο άδης ˙  

χαίρε, δι’  ης ενεδύθημεν δόξαν.

 

Χαίρε, Νύμφη ανύμφευτε.

 

Θεοδρόμον αστέρα θεωρήσαντες μάγοι, 

τη τούτου ηκολούθησαν αίγλη ˙  

και ως λύχνον κρατούντες αυτόν, 

δι’ αυτού ηρεύνων κραταιόν Άνακτα ˙  

και φθάσαντες τον άφθαστον εχάρησαν, 

αυτώ βοώντες ˙ 

Αλληλούϊα. 

 

Ιδον παίδες Χαλδαίων, εν χερσί της Παρθένου, 

τον πλάσαντα χειρί τους ανθρώπους ˙  

και Δεσπότην νοούντες αυτόν, ει και δούλου έλαβε μορφήν, 

έσπευσαν τοις δώροις θεραπεύσαι και βοήσαι τη Ευλογημένη ˙

 

Χαίρε, αστέρος αδύτου Μήτηρ ˙  

χαίρε, αυγή μυστικής ημέρας. 

Χαίρε, της απάτης την κάμινον σβέσασα ˙   

χαίρε, της Τριάδος τους μύστας φωτίζουσα. 

Χαίρε  τύραννον απάνθρωπον εκβαλούσα της αρχής ˙  

χαίρε  Κύριον φιλάνθρωπον επιδείξασα Χριστόν. 

Χαίρε, η της βαρβάρου λυτρουμένη θρησκείας ˙ 

χαίρε, η του βορβόρου ρυομένη των έργων. 

Χαίρε, πυρός προσκύνησιν παύσασα ˙ 

χαίρε, φλογός παθών απαλλάττουσα. 

Χαίρε, πιστών οδηγέ σωφροσύνης ˙ 

χαίρε, πασών γενεών ευφροσύνη.

 

Χαίρε, Νύμφη ανύμφευτε.

 

Κήρυκες θεοφόροι γεγονότες οι μάγοι, 

υπέστρεψαν εις την Βαβυλώνα ˙  

εκτελέσαντές σου τον χρησμόν 

και κηρύξαντές σε τον Χριστόν άπασιν, 

αφέντες τον Ηρώδην, ως ληρώδη μη ειδότα ψάλλειν ˙

 

Αλληλούϊα. 

 

 

Λάμψας εν τη Αιγύπτω φωτισμόν αληθείας, 

εδίωξας του ψεύδους το σκότος ˙   

τα γαρ είδωλα ταύτης, Σωτήρ,

μη ενέγκαντά σου την ισχύν πέπτωκεν ˙ 

οι τούτων δε ρυσθέντες εβόων προς την Θεοτόκον ˙

 

Χαίρε, ανόρθωσις των ανθρώπων ˙ 

χαίρε, κατάπτωσις των δαιμόνων. 

Χαίρε, της απάτης την πλάνην πατήσασα. ˙  

χαίρε, των ειδώλων τον δόλον ελέγξασα. 

Χαίρε, θάλασσα ποντίσασα Φαραώ τον νοητόν ˙   

χαίρε, πέτρα η ποτίσασα τους διψώντας την ζωήν. 

Χαίρε, πύρινε στύλε, οδηγών τους εν σκότει ˙  

χαίρε, σκέπη του κόσμου, πλατυτέρα νεφέλης. 

Χαίρε, τροφή του μάννα διάδοχε ˙  

χαίρε, τρυφής αγίας διάκονε. 

Χαίρε, η Γή της Επαγγελίας ˙   

χαίρε, εξ ης ρέει μέλι και γάλα.

 

Χαίρε, Νύμφη ανύμφευτε.

 

Μέλλοντος Συμεώνος του παρόντος αιώνος 

μεθίστασθαι του απατεώνος, 

επεδόθης ως βρέφος αυτώ, 

αλλ’ εγνώσθης τούτω και Θεός τέλειος ˙   

διόπερ εξεπλάγη σου την άρρητον σοφίαν, κράζων ˙

 

Αλληλούϊα.



Στάσις Γ΄

(Η Γ΄Στάσις του Ακαθίστου Ύμνου ψάλλεται τη Παρασκευή της           Γ΄Εβδομάδος των Νηστειών.)

 

Νέαν έδειξεν κτίσιν, εμφανίσας ο Κτίστης, 

υμίν τοίς υπ’ αυτού γενομένοις,  

εξ ασπόρου βλαστήσας γαστρός

και φυλάξας ταύτην ώσπερ ην άφθορον ˙  

ίνα το θαύμα βλέποντες, υμνήσωμεν αυτήν, βοώντες ˙

 

Χαίρε, το άνθος της αφθαρσίας ˙  

χαίρε, το στέφος της εγκρατείας. 

Χαίρε, αναστάσεως τύπον εκλάμπουσα ˙  

χαίρε, των Αγγέλων τον βίον εμφαίνουσα. 

Χαίρε, δένδρον αγλαόκαρπον, εξ’ ου τρέφονται πιστοί ˙  

χαίρε, ξύλον ευσκιόφυλλον, υφ’ ου σκέπονται πολλοί. 

Χαίρε, κυοφορούσα οδηγόν πλανωμένοις ˙  

χαίρε, απογεννώσα λυτρωτήν αιχμαλώτοις.

 

Χαίρε, Κριτού δικαίου δυσώπησις ˙  

χαίρε, πολλών πταιόντων συγχώρησις. 

Χαίρε, στολή των γυμνών παρρησίας ˙  

χαίρε, στοργή πάντα πόθον νικώσα.

 

Χαίρε, Νύμφη ανύμφευτε.

 

Ξένον τόκον ιδόντες, ξενωθώμεν του κόσμου, τον νούν εις ουρανόν μεταθέντες ˙δια τούτο γαρ ο υψηλός Θεός επί της γης εφάνη ταπεινός άνθρωπος ˙ βουλόμενος ελκύσαι προς το ύψος τους αυτώ βοώντας ˙

 

Αλληλούϊα.

 

Όλος ην εν τοις κάτω, και των άνω ουδόλως απήν,ο απερίγραπτος Λόγος ˙    συγκατάβασις γαρ θεϊκή, ου μετάβασις δε τοπική γέγονε ˙

και τόκος εκ  Παρθένου θεολήπτου ακουούσης ταύτα ˙

 

Χαίρε, Θεού αχωρήτου χώρα ˙  

χαίρε, σεπτού μυστηρίου θύρα.

Χαίρε, των απίστων αμφίβολον άκουσμα ˙ 

χαίρε, των πιστών αναμφίβολον καύχημα. 

Χαίρε, όχημα πανάγιον του επί των Χερουβίμ ˙ 

χαίρε, οίκημα πανάριστον του επί των Σεραφείμ. 

Χαίρε, η ταναντία εις ταυτό αγαγούσα ˙ 

χαίρε, η παρθενίαν και λοχείαν ζευγνύσα. 

Χαίρε, δι’ ης ελύθη παράβασις ˙ 

χαίρε, δι’ ης ηνοίχθη Παράδεισος. 

Χαίρε, η κλείς της Χριστού βασιλείας ˙ 

χαίρε, ελπίς αγαθών αιωνίων.

 

Χαίρε, Νύμφη ανύμφευτε.

 

Πάσα φύσις Αγγέλων κατεπλάγη το μέγα της σης ενανθρωπήσεως έργον ˙    τον απρόσιτον γαρ, ως Θεόν, εθεώρει πάσι προσιτόν άνθρωπον, 

ημίν μεν συνδιάγοντα, ακούοντα δε παρά πάντων ούτως ˙

 

Αλληλούϊα.

 

 

Ρήτορας πολυφθόγγους ως ιχθύας αφώνους ορώμεν επί σοι, Θεοτόκε ˙         απορούσι γαρ λέγειν το πως και Παρθένος μένεις και τεκείν ίσχυσας ˙  

ημείς δε το μυστήριον θαυμάζοντες, πιστώς βοώμεν ˙

 

Χαίρε, σοφίας Θεού δοχείον ˙  

χαίρε, προνοίας αυτού ταμείον. 

Χαίρε, φιλοσόφους ασόφους δεικνύουσα ˙ 

χαίρε, τεχνολόγους αλόγους ελέγχουσα. 

Χαίρε, ότι εμωράνθησαν οι δεινοί συζητηταί ˙ 

χαίρε, ότι εμαράνθησαν οι των μύθων ποιηταί. 

Χαίρε, των Αθηναίων τας πλοκάς διασπώσα ˙ 

χαίρε, των αλιέων τας σαγήνας πληρούσα. 

Χαίρε, βυθού αγνοίας εξέλκουσα ˙ 

χαίρε, πολλούς εν γνώσει φωτίζουσα. 

Χαίρε, ολκάς των θελόντων σωθήναι ˙ 

χαίρε, λιμήν των του βίου πλωτήρων.

 

Χαίρε, Νύμφη ανύμφευτε.

 

Σώσαι θέλων τον κόσμον ο των όλων Κοσμήτωρ, 

προς τούτον αυτεπάγγελτος ήλθε ˙ 

και Ποιμήν υπάρχων ως Θεός, 

δι’ ημάς εφάνη καθ’ ημάς άνθρωπος ˙ 

ομοίω γαρ το όμοιον καλέσας, ως Θεός ακούει.

 

Αλληλούϊα. 

 


Στάσις Δ΄

(Η Δ΄Στάσις του Ακαθίστου Ύμνου ψάλλεται τη Παρασκευή της 

Δ΄Εβδομάδος των Νηστειών.)

 

Τείχος ει των παρθένων, Θεοτόκε Παρθένε, 

και πάντων των εις σε προστρεχόντων ˙

ο γαρ του ουρανού και της γης 

κατεσκεύασέ σε Ποιητής,΄Αχραντε, 

οικήσας εν τη μήτρα σου, 

και πάντας σοι προσφωνείν διδάξας ˙

 

Χαίρε, η στήλη της παρθενίας ˙ 

χαίρε η πύλη της σωτηρίας. 

Χαίρε, αρχηγέ νοητής αναπλάσεως ˙ 

χαίρε, χορηγέ θεϊκής αγαθότητος. 

Χαίρε, σύ γαρ ανεγέννησας τους συλληφθέντας αισχρώς ˙ 

χαίρε, σύ γαρ ενουθέτησας τους συληθέντας τον νούν. 

Χαίρε, η τον φθορέα των φρενών καταργούσα ˙ 

χαίρε, η τον σπορέα της αγνείας τεκούσα. 

Χαίρε, παστάς ασπόρου νυμφεύσεως ˙ 

χαίρε, πιστούς Κυρίω αρμόζουσα. 

Χαίρε, καλή κουροτρόφε παρθένων ˙ 

χαίρε, ψυχών νυμφοστόλε αγίων.

 

Χαίρε, Νύμφη ανύμφευτε.

 

Ύμνος άπας ηττάται, συνεκτείνεσθαι σπεύδων 

τω πλήθει των πολλών οικτιρμών σου ˙ 

ισαρίθμους γαρ τη ψάμμω ωδάς αν προσφέρωμέν σοι, 

Βασιλεύ Άγιε, ουδέν τελούμεν άξιον, 

ων δέδωκας ημίν τοις σοι βοώσιν ˙

 

Αλληλούϊα.

 

Φωτοδόχον λαμπάδα, τοις εν σκότει φανείσαν, 

ορώμεν την αγίαν Παρθένον ˙ 

το γαρ άϋλον άπτουσα φως, 

οδηγεί προς γνώσιν θεϊκήν άπαντας, 

αυγή τον νούν φωτίζουσα, 

κραυγή δε τιμωμένη ταύτα˙

 

Χαίρε, ακτίς νοητού Ηλίου ˙ 

χαίρε, βολίς του αδύτου φέγγους. 

Χαίρε, αστραπή τας ψυχάς καταλάμπουσα ˙ 

χαίρε, ως βροντή τους εχθρούς καταπλήττουσα. 

Χαίρε, ότι τον πολύφωτον ανατέλλεις φωτισμόν ˙ 

χαίρε, ότι τον πολύρρητον αναβλύζεις ποταμόν.

 

Χαίρε, της κολυμβήθρας ζωγραφούσα τον τύπον ˙ 

χαίρε, της αμαρτίας αναιρούσα τον ρύπον. 

Χαίρε, λουτήρ εκπλύνων συνείδησιν ˙ 

χαίρε, κρατήρ κιρνών αγαλλίασιν.

Χαίρε, οσμή της Χριστού ευωδίας ˙ 

χαίρε, ζωή μυστικής ευωχίας.

 

Χαίρε, Νύμφη ανύμφευτε.

 

Χάριν δούναι θελήσας οφλημάτων αρχαίων 

ο πάντων χρεωλύτης ανθρώπων, 

επεδήμησε δι’ εαυτού προς τους αποδήμους της αυτού χάριτος ˙ 

και σχίσας το χειρόγραφον, ακούει παρά πάντων ούτως ˙

 

Αλληλούϊα.

 

 

Ψάλλοντές σου τον τόκον, ανυμνούμεν σε πάντες ως έμψυχον ναόν, Θεοτόκε ˙εν τη ση γαρ οίκησας γαστρί ο συνέχων πάντα τη χειρί Κύριος, ηγίασεν, εδόξασεν, εδίδαξε βοάν σοι πάντας ˙

 

Χαίρε, σκηνή του Θεού και Λόγου ˙ 

χαίρε, Αγία αγίων μείζων. 

Χαίρε, κιβωτέ χρυσωθείσα τω Πνεύματι ˙ 

χαίρε, θησαυρέ της ζωής αδαπάνητε. 

Χαίρε, τίμιον διάδημα βασιλέων ευσεβών ˙ 

χαίρε, καύχημα σεβάσμιον ιερέων ευλαβών. 

Χαίρε, της Εκκλησίας ο ασάλευτος πύργος ˙ 

χαίρε, της βασιλείας το απόρθητον τείχος. 

Χαίρε, δι’ ης εγείρονται τρόπαια ˙ 

χαίρε, δι’ ης εχθροί καταπίπτουσι. 

Χαίρε, χρωτός του εμού θεραπεία ˙ 

χαίρε, ψυχής της εμής σωτηρία.

 

Χαίρε, Νύμφη ανύμφευτε.

 

Ω πανύμνητε Μήτερ, η τεκούσα τον πάντων αγίων 

αγιώτατον Λόγον (τρις) ˙

δεξαμένη την νυν προσφοράν, 

από πάσης ρύσαι συμφοράς άπαντας, 

και της μελλούσης λύτρωσαι κολάσεως τους συμβοώντας ˙

 

Αλληλούϊα. 

 

Και πάλιν τον πρώτον οίκον:

 

Άγγελος πρωτοστάτης ουρανόθεν επέμφθη ειπείν τη Θεοτόκω τω Χαίρε          και συν τη ασωμάτω φωνή σωματούμενον σε θεωρών, Κύριε, 

εξίστατο και ίστατο κραυγάζων προς αυτήν τοιαύτα ˙

 

Χαίρε, δι’ ης η χαρά εκλάμψει ˙  

χαίρε δι’ ης η αρά εκλέιψει. 

Χαίρε, του πεσόντος Αδάμ η ανάκλησις ˙  

χαίρε, των δακρύων της Εύας η λύτρωσις.

Χαίρε, ύψος δυσανάβατον ανθρωπίνοις λογισμοίς ˙  

χαίρε, βάθος δυσθεώρητον και Αγγέλων οφθαλμοίς. 

Χαίρε, ότι υπάρχεις Βασιλέως καθέδρα ˙  

χαίρε, ότι βαστάζεις τον βαστάζοντα πάντα. 

Χαίρε, αστήρ εμφαίνων τον ήλιον ˙  

χαίρε, γαστήρ ενθέου σαρκώσεως. 

Χαίρε, δι’ ης νεουργείται η κτίσις ˙  

χαίρε, δι’ ης βρεφουργείται ο Κτίστης.

 

Χαίρε Νύμφη ανύμφευτε.

 

Ακολούθως ψάλλεται το

Κοντάκιον. Ήχος πλ. δ΄.

 

Τη υπερμάχω στρατηγώ τα νικητήρια,΄ως λυτρωθείσα των δεινών ευχαριστήρια, αναγράφω σοι η Πόλις σου, Θεοτόκε. Αλλ’ ως έχουσα το κράτος απροσμάχητον, εκ παντοίων με κινδύνων ελευθέρωσον, ίνα κράζω σοι ˙  Χαίρε, Νύμφη Ανύμφευτε.  

 

 

Ο Αναγνώστης:

 

 Τρισάγιον. 

Δόξα Πατρί. Και νυν. 

Παναγία Τριάς. Δόξα Πατρί. Και νυν.  

Πάτερ ημών…  

Ο Ιερεύς: Ότι σου εστίν η βασιλεία… Ο Αναγνώστης:  Αμήν.


     Το Κοντάκιον.  Κύριε ελέησον (μ΄). Ακολούθως λέγει:

 

Ο εν παντί καιρώ και πάση ώρα, εν ουρανώ και επί γης προσκυνούμενος και δοξαζόμενος, Χριστός ο Θεός, ο μακρόθυμος, ο πολυέλαιος, ο πολυεύσπλαχνος, ο τους δικαίους αγαπών και τους αμαρτωλούς ελεών, ο πάντας καλών προς σωτηρίαν δια της επαγγελίας των μελλόντων αγαθών ˙ αυτός, Κύριε, πρόσδεξαι και ημών τη ώρα ταύτη τας εντεύξεις, και ίθυνον την ζωήν ημών προς τας εντολάς σου. Τας ψυχάς ημών αγίασον, τα σώματα άγνισον, τους λογισμούς διόρθωσον, τας εννοίας κάθαρον, και ρύσαι ημάς από πάσης θλίψεως, κακών και οδύνης.  Τείχισον ημάς αγίοις σου Αγγέλοις, ίνα, τη παρεμβολή αυτών φρουρούμενοι και οδηγούμενοι, καταντήσωμεν εις την ενότητα της πίστεως, και εις την επίγνωσιν της απροσίτου δόξης ˙ οτι ευλογητός ει, εις τους αιώνας των αιώνων.  Αμήν.

 

Εν συνεχεία λέγει: Κύριε, ελέησον (τρις)

Δόξα Πατρί. Και νυν. 

Την τιμιωτέραν…  

Εν ονόματι Κυρίου, ευλόγησον, Πάτερ. 


Ο Ιερεύς: Ο Θεός οικτειρήσαι ημάς και ευλογήσαι ημάς. 

Επιφάναι το πρόσωπον αυτού εφ’ ημάς και ελεήσαι ημάς.

 

 


Είτα λέγεται υπό του Αναγνώστου η εξής

 

Ευχή

εις την Υπεραγίαν Θεοτόκον

 

Άσπιλε, αμόλυντε, άφθορε, άχραντε, αγνή Παρθένε, θεόνυμφε Δέσποινα η Θεόν Λόγον τοις ανθρώποις τη παραδόξω σου κυήσει ενώσασα και την απωσθείσαν φύσιν του γένους ημών τοις ουρανίοις συνάψασα η των απηλπισμένων μόνη ελπίς και των πολεμουμένων βοήθεια˙η ετοίμη αντίληψις των εις σε προστρεχόντων και πάντων των Χριστιανών το καταφύγιον ˙μη βδελύξη με τον αμαρτωλόν, τον εναγή, τον εσχροίς λογισμοίς και λόγοις και πράξεσιν όλον εμαυτόν αχρειώσαντα και τη των ηδονών του βίου ραθυμία γνώμη δούλον γενόμενον. Αλλ’ ως του φιλανθρώπου Θεού Μήτηρ, φιλανθρώπως σπλασχνίσθητι επ’  εμοί τω αμαρτωλώ και ασώτω και δέξαι μου την εκ ρυπαρών χειλέων προσφερομένην σοι δέησιν ˙και τον σον Υιόν και ημών Δεσπότην και Κύριον, τη μητρική σου παρρησία χρωμένη, δυσώπησον, ίνα ανοίξη καμοί τα φιλάνθρωπα σπλάχνα της αυτού αγαθότητος˙και, παριδών μου τα αναρίθμητα πταίσματα, επιστρέψη με προς μετάνοιαν και των αυτού εντολών εργάτην δόκιμον αναδείξη με.  Και πάρεσό μοι αεί ως ελεήμων και συμπαθής και φιλάγαθος˙εν μεν τω παρόντι βίω θερμή προστάτις και βοηθός, τας των εναντίων εφόδους αποτειχίζουσα και προς σωτηρίαν καθοδηγούσα με ˙ και εν τω καιρώ της εξόδου μου την αθλίαν μου ψυχήν περιέπουσα και τας σκοτεινάς όψεις των πονηρών δαιμόνων πόρρω αυτής απελαύνουσα ˙εν δε τη φοβερά ημέρα της Κρίσεως, της αιωνίου με ρυομένη κολάσεως και της απορρήτου δόξης του σου Υιού και Θεού ημών κληρονόμον με αποδεικνύουσα˙ης και τύχοιμι, Δέσποινά μου, Υπεραγία Θεοτόκε, δια της σης μεσιτείας και αντιλήψεως ˙ χάριτι και φιλανθρωπία του μονογενούς σου Υιού, του Κυρίου και Θεού και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού ˙ω πρέπει πάσα δόξα, τιμή και προσκύνησις, συν τω ανάρχω αυτού Πατρί, και  τω παναγίω, και αγαθώ και ζωοποιώ αυτού Πνεύματι, νυν και αεί, και εις τους αιώνας των αιώνων.  Αμήν.

 

 

Ευχή εις τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν

 

Και δος ημίν, Δέσποτα, προς ύπνον απιούσιν, ανάπαυσιν σώματος και ψυχής ˙ και διαφύλαξον ημάς από του ζοφερού ύπνου της αμαρτίας και από πάσης σκοτεινής και νυκτερινής ηδυπαθείας.  Παύσον τας ορμάς των παθών, σβέσον τα πεπυρωμένα βέλη του πονηρού, τα καθ’  ημών δολίως κινούμενα ˙ τας της σαρκός ημών επαναστάσεις κατάστειλον και πάν γεώδες και υλικόν ημών φρόνημα κοίμισον. Και δώρησαι ημίν, ο Θεός, γρήγορον νούν, σώφρονα λογισμόν, καρδίαν νήφουσαν, ύπνον ελαφρόν, και πάσης σατανικής φαντασίας απηλλαγμένον.  Διανάστησον δε ημάς εν τω καιρώ της προσευχής εστηριγμένους εν ταις εντολαίς σου και την μνήμην των σων κριμάτων εν εαυτοίς απαράθραυστον έχοντας. Παννύχιον ημίν την σην δοξολογίαν χάρισαι, εις το υμνείν και ευλογείν και δοξάζειν το πάντιμον και μεγαλοπρεπές όνομά σου, του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος, νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων.  Αμήν.

 

Υπερένδοξε, Αειπάρθενε, ευλογημένη Θεοτόκε, προσάγαγε την ημετέραν προσευχήν τω Υιώ σου και Θεώ ημών και αίτησαι, ίνα σώση δια σου τας ψυχάς ημών.


Η ελπίς μου ο Πατήρ, καταφυγή μου ο Υιός, 

σκέπη μου το Πνεύμα το ΄Αγιον. Τριάς Αγία, δόξα σοι.


Την πάσαν ελπίδα μου εις σε ανατίθημι ˙

Μήτερ του Θεού, φύλαξόν με υπό την σκέπην σου.

 

Κατά την Α΄ Εβδομάδα των Νηστειών αναγινώσκεται το Ευαγγέλιον της Παννυχίδος (Ιωάν. ιε ΄, 1 – 7). 


 Είτα ο Ιερεύς ποιεί απόλυσιν και προ του «Δι΄ευχών…» λέγει:

 

Ευξώμεθα υπέρ ειρήνης του κόσμου.

Υπέρ των ευσεβών και ορθοδόξων χριστιανών.

Υπέρ ευοδώσεως και ενισχύσεως του φιλοχρίστου ημών στρατού.

Υπέρ του Αρχιεπισκόπου ημών ....... 

και πάσης της εν Χριστώ ημών αδελφότητος.

Υπέρ των απολειφθέντων πατέρων και αδελφών ημών.

Υπέρ των διακονούντων και διακονησάντων ημίν.

Υπέρ των μισούντων και αγαπώντων ημάς.

Υπέρ των εντειλαμένων ημίν τοις αναξίοις εύχεσθαι υπέρ αυτών.

Υπέρ αναρρύσεως των αιχμαλώτων.

Υπέρ των εν θαλάσση καλώς πλεόντων.

Υπέρ των εν ασθενείαις κατακειμένων.

Ευξώμεθα και υπέρ ευφορίας των καρπών της γης.

Και υπέρ πάντων των προαναπαυσαμένων πατέρων και αδελφών ημών,        των ενθάδε ευσεβώς κειμένων και απανταχού Ορθοδόξων. 

Είπωμεν και υπέρ αυτών το, 

Κύριε, ελέησον ˙ Κύριε, ελέησον ˙ Κύριε ελέησον.

 

Είτα ψάλλεται το εξής

Θεοτόκιον. Ήχος γ΄.

 

Την ωραιότητα της παρθενίας σου και το υπέρλαμπρον το της αγνείας σου ο Γαβριήλ καταπλαγείς, εβόα σοι, Θεοτόκε ˙ Ποίον σοι εγκώμιον προσαγάγω επάξιον;  τι δε ονομάσω σε;  απορώ και εξίσταμαι. Διό, ως προσετάγην, βοώ σοι ˙  Χαίρε, η Κεχαριτωμένη.

 

Ο Ιερεύς: 

«Δι’  ευχών…»


 


  

Ο  Α Κ Α Θ Ι Σ Τ Ο Σ   Υ Μ Ν Ο Σ

 

Ε Ρ Μ Η Ν Ε Ι Α

 

Ο Ιερέας:

 

Ας είναι δοξασμένος ο Θεός μας πάντοτε, και τώρα και εις το μέλλον και εις τους απεράντους αιώνας.

Δόξα πρέπει εις Σε, ω Θεέ μας ˙ ναι! δόξα πρέπει εις Σε.

Άγιον Πνεύμα, Συ, που είσαι ο Βασιλεύς του ουρανού, ο Παρηγορητής, η πηγή και ο διδάσκαλος της αληθείας, Συ, που ως Θεός είσαι πανταχού παρών και γεμίζεις τα πάντα με την παρουσίαν Σου, Συ, που είσαι ο θησαυρός των αγαθών και ο χορηγός της ζωής, ελθέ και κατοίκησε εις τας καρδίας μας, και καθάρισέ μας από όλας τας κηλίδας της αμαρτίας, και σώσε, Αγαθέ, τας ψυχάς μας.

 

Ο Αναγνώστης:

 

Άγιος είσαι Συ, ο Θεός Πατήρ ˙  Άγιος ισχυρός ο Υιός ˙ Άγιος αθάνατος το Άγιον Πνεύμα ˙ (Ω Αγία Τριάς) ελέησέ μας.

Δόξα οφείλεται εις τον Πατέρα και εις τον Υιόν και εις το Άγιον Πνεύμα, και τώρα και πάντοτε και εις τους απεράντους αιώνας. Αμήν.

Παναγία Τριάς, ελέησέ μας. Κύριε, δείξε ευσπλαχνίαν δια τας αμαρτίας μας. Δέσποτα, συγχώρησε εις ημάς τας παραβάσεις του Νόμου Σου. Άγιε, κοίταξε με στοργήν και θεράπευσε τας ασθενείας μας ˙ (κάμε όλα αυτά) χάριν του ονόματός Σου (το οποίον είναι ταυτόσημον με το έλεος και την ευσπλαχνίαν). Κύριε, ελέησέ μας ˙ Κύριε, ελέησέ μας ˙ Κύριε, ελέησέ μας.

 

Δόξα Πατρί. Και νυν.

 

Πάτερ ημών, που είσαι εις τους ουρανούς, (αλλά με την πανταχού παρουσίαν Σου γεμίζεις το σύμπαν,) ας δοξασθή το όνομά Σου, αναγνωριζόμενον ως άγιον (από όλους τους ανθρώπους) ˙ ας έλθη η Βασιλεία Σου (δια της εκουσίου υποταγής όλων των ανθρώπων εις Σε) ˙ ας εκτελήται το θέλημά Σου και εις την γην (από τους ανθρώπους), όπως εκτελείται εις τον ουρανόν (από τους Αγγέλους) ˙ δώσε εις ημάς σήμερον τον άρτον, που είνε αναγκαίος δια την συντήρησιν της υπάρξεώς μας ˙ και συγχώρησε εις ημάς τας οφειλάς που έχομεν εις Σε (τας αμαρτίας μας), όπως και ημείς συγχωρούμεν τας οφειλάς εις τους οφειλέτας μας (συγχωρούμεν δηλαδή εκείνους που διέπραξαν εις ημάς αδικίας) ˙ και μη επιτρέψης να περιπέσωμεν εις πειρασμούς και δοκιμασίας, αλλά φύλαξέ μας από τας επιθέσεις του Διαβόλου.

 

Ο Ιερέας:

(Ζητούμεν αυτά από Σε,) διότι εις Σε ανήκει η βασιλεία και η δύναμις και η δόξα, εις τον Πατέρα και εις τον Υιόν και εις το Άγιον Πνεύμα, και τώρα και πάντοτε και εις τους απεράντους αιώνας.

 

Ο Αναγνώστης:

Έλθετε να προσκυνήσωμεν και να προσπέσωμεν λατρευτικώς εις τον Θεόν, που είνε ο Βασιλεύς μας.

             Έλθετε να προσκυνήσωμεν και να προσπέσωμεν λατρευτικώς εις τον Χριστόν, που είνε ο Βασιλεύς μας και ο Θεός μας.

              Έλθετε να προσκυνήσωμεν και να προσπέσωμεν λατρευτικώς (όχι εις άλλον τινά, αλλά ) εις Αυτόν, εις τον Χριστόν, τον Βασιλέα και Θεόν μας.

 

                                     Ψ α λ μ ό ς    Ν΄  (50)

 

                  Ελέησέ με Σύ, ο Θεός, (ελέησέ με πλουσίως,) αναλόγως προς το άπειρον έλεός Σου, και αναλόγως προς την άμετρον ευσπλαχνίαν Σου σβήσε τελείως ( από το βιβλίον Σου) την ανομίαν που διέπραξα. Πλύνε με ολοσχερώς και τελείως από τας κηλίδας της ανομίας μου, και καθάρισέ με από την αμαρτίαν μου. ( Ναι, Κύριε! Ελέησέ με και ευσπλαγχνίσου με,) διότι εγώ συναισθάνομαι και ομολογώ την ανομίαν μου και η αμαρτία μου είνε συνεχώς και ακαταπαύστως ενώπιον των οφθαλμών μου. (Ζητώ το ιδικόν Σου έλεος και την ιδικήν Σου ευσπλαγχνίαν, διότι) εις Σε μόνον ημάρτησα, και διέπραξα εκείνο που ενώπιον των οφθαλμών Σου είνε πονηρόν ( λέγω ότι ημάρτησα μόνον εις Σε, διότι τον ιδικόν Σου Νόμον παρέβην,αδικήσας ανθρώπους, αλλά και διότι οι άνθρωποι, τους οποίους ηδίκησα, ιδικά Σου πλάσματα ήσαν, και τα όσα κατ’ αυτών διέπραξα ιδικήν Σου προσβολήν απετέλουν. Ομολογώ και δημοσία διακηρύσσω ότι είμαι βαρύτατα ένοχος ενώπιόν Σου,) δια να φανή ότι δικαίως ενήργησες, εκφέρων καταδικαστικήν απόφασιν κατ’ εμού, και να εξέλθης νικητής, όταν (ανόητοι άνθρωποι, αγνοούντες τα βαρύτατα παραπτώματά μου,) σε κατακρίνουν ( δια τας κατ’ εμού αποφάσεις Σου). (ομολογώ την ενοχήν μου, ) Διότι ιδού! ήμην αμαρτωλός (λόγω της προπατορικής παρακοής) από την στιγμήν που συνελήφθην εν τη κοιλία της μητρός μου και εξηκολούθουν να είμαι αμαρτωλός εν όσω με εκυοφόρει η μήτηρ μου. Συ όμως, ιδού! (αποστρέφεσαι την ανομίαν,) αγαπάς την ευθύτητα και απεκάλυψες εις εμέ τα άγνωστα και μυστικά της σοφίας Σου ( ίνα ούτως αποφύγω την αμαρτίαν και ζήσω συμφώνως προς τον Νόμον Σου). (Εγώ όμως τον παρέβην και τώρα είμαι ακάθαρτος. Δι’ αυτό καταφεύγω εις το έλεός Σου και ζητώ την συγχώρησίν Σου.) θα με ραντίσης ( με το έλεός Σου, ως) δια ραντιστηρίου εκ δέσμης κλώνων του φυτού υσσώπου, και θα καθαρισθώ, θα με πλύνης ( εις τα ύδατα της θείας συγγνώμης Σου) και θα γίνω περισσότερον λευκός από την χιόνα. Τότε θα με κάμης να αισθανθώ αγαλλίασιν και ευφροσύνην και θα σκιρτήσουν από χαράν τα (εκ της οδύνης) συντετριμμένα οστά μου. Στρέψε το πρόσωπόν Σου μακράν από τας αμαρτίας μου (ώστε να μη τας βλέπης και οργίζεσαι κατ’ εμού) και σβήσε τελείως (από το βιβλίον Σου) όλας τας ανομίας που διέπραξα. Δημιούργησε μέσα μου, ώ Θεέ μου, καρδίαν νέαν, καθαράν, (διότι αυτή που έχω είνε τελείως διεφθαρμένη,) και εις τα βάθη της ύπαρξεώς μου εγκαθίδρυσε πνεύμα ευθύτητος και ειλικρινείας. Μη με ρίψης μακράν από το πρόσωπόν Σου ( ώστε να μη με βλέπης,) και μη αφαιρέσης από εμέ το πνεύμά Σου το άγιον. ( Τώρα που ημάρτησα, έχασα την θείαν χαράν που είχον προηγουμένως. Σε παρακαλώ λοιπόν) Δός μου πάλιν την ευφροσύνην, που προέρχεται από την σωτηρίαν, την οποίαν προσφέρεις  Συ, και ενίσχυσέ με με πνεύμα ισχυρόν, που κυριαρχεί και επιβάλλεται ( επί των παθών. Τότε, όχι μόνον εγώ δεν θα πέσω πλέον, αλλά και άλλους θα στηρίζω. Προηγουμένως, με την πτώσίν μου, εσκανδάλισα πολλούς. Από τώρα και εις το εξής, αν με αποκαταστήσης, θα οικοδομώ και θα καταρτίζω). Θα διδάξω εις τους ανόμους τας οδούς του θελήματός Σου, και άνθρωποι ασεβείς θα (μετανοήσουν και θα ) επιστρέψουν εις Σε. (Λοιπόν, καθάρισέ με! Αποκατάστησέ με!) Απάλλαξέ με, ώ Θεέ μου, Θεέ που δίδεις σωτηρίαν εις εμέ, απάλλαξέ με από την ενοχήν των αιμάτων που έχυσα (φονεύσας ανθρώπους,) και τότε η γλώσσα μου, με ασυγκράτητον χαράν, θα ψάλη ύμνους εις την φιλανθρωπίαν Σου. Κύριε, θα ανοίξης (με την παροχήν της συγγνώμης Σου,) τα χείλη μου ( που τώρα είνε κλειστά από εντροπήν και θλίψιν δι’ όσα έπραξα,) και το στόμα μου θα αναπέμψη ύμνους δοξολογίας εις Σε ( θα αρκεσθώ μόνον εις ύμνους,) διότι ( δεν θέλεις θυσίας υλικάς)   εάν ήθελες θυσίαν ( δια να με συγχωρήσης),  προθύμως θα την προσέφερα. Συ όμως ουδόλως ευαρεστείσαι εις τας θυσίας ζώων που κατακαίονται ολόκληρα επάνω εις το θυσιαστήριον. Η μόνη αρεστή θυσία εις Σε, τον Θεόν, είνε το ταπεινωμένον φρόνημα ( ναι! τοιαύτην θυσίαν, δηλαδή) καρδίαν γεμάτην από ταπείνωσιν και συντριβήν ( δια τας αμαρτίας της), ουδέποτε θα καταφρονήση ο Θεός. Ευδόκησε, Κύριε, να δείξης την αγαθότητά Σου προς την Σιών ( Ιερουσαλήμ), και   ας οικοδομηθούν τα ( κατεστραμμένα) τείχη της Ιερουσαλήμ. Τότε θα ευδοκήσης να δεχθής θυσίαν, συμφώνως προς τας διατάξεις του Νόμου προσφερομένην (θα ευδοκήσης να δεχθής) θυσίαν προσφοράς καρπών και θυσίαν ζώων που κατακαίονται ολόκληρα εις το θυσιαστήριον. Τότε θα αναβιβάσουν επάνω εις το θυσιαστήριόν Σου μόσχους ( και θα τους θυσιάσουν εις Σε).

 

Ψαλμός ΞΘ’  (69)

 

Ω Θεέ, δώσε προσοχήν εις την ανάγκην που έχω δια την βοήθειάν Σου. Κύριε, σπεύσε ταχέως και ελθέ δια να με βοηθήσης. Ας καλυφθούν από αισχύνην και από εντροπήν εκείνοι που επιζητούν να λάβουν την ζωήν μου (να με φονεύσουν). Ας οπισθοχωρήσουν τάχιστα, γεμάτοι από εντροπήν, εκείνοι που λέγουν δι΄εμέ: Ωραία! Ωραία! (Καλά να πάθης! Χαίρομεν δια την δυστυχίαν σου!). Ας γεμίσουν από αγαλλίασιν και ας ευφρανθούν εξ αιτίας Σου όλοι, όσοι Σε επικαλούνται (και καταφεύγουν εις Σε), ω Θεέ, και όλοι αυτοί, που επιζητούν την ιδικήν Σου βοήθειαν και σωτηρίαν, ας λέγουν συνεχώς: «Ας δοξάζεται με μεγάλην δόξαν ο Κύριος!» Εγώ δε είμαι πτωχός και ταλαίπωρος. Βοήθησέ με, ω Θεέ μου! Βοηθός μου και ελευθερωτής μου είσαι Συ. Κύριε, μη βραδύνης (αλλ΄ελθέ αμέσως εις βοήθειάν μου).

 

Ψαλμός ΡΜΒ’  (142)

 

Κύριε, άκουσε ευμενώς την προσευχήν μου, δέξαι εις τα ώτα Σου την ικεσίαν μου, Συ, που είσαι πιστός εις την τήρησιν των υποσχέσεών Σου ˙ (ναι, Κύριε,) άκουσέ με ευμενώς, Συ, που είσαι δίκαιος (και προστατεύεις τους αδικουμένους). Και μη θελήσης να εισέλθης εις δικαστήριον μαζί με τον δούλον Σου, διότι ουδείς άνθρωπος θα ευρεθή δίκαιος ενώπιόν Σου ˙ (παραιτήσου λοιπόν από την εναντίον μου δίκην και άκουσε ευμενώς την ικεσίαν που Σου απευθύνω ίνα με βοηθήσης,) διότι ο εχθρός κατεδίωξε την ύπαρξίν μου, έρρριψεν εις το έδαφος την ζωήν μου, και ούτω την εξηυτέλισε, με έβαλε να καθήσω εις τους σκοτεινούς τόπους (του άδου), όπως (κάθηνται) εκείνοι που απέθανον από τους αρχαιοτάτους χρόνους. Και (ένεκα αυτών των συμφορών μου,) κατελήφθη από αθυμίαν το πνεύμα μου και με βαρύνει, η δε καρδία μου μέσα εις το εσωτερικόν μου εγέμισεν από ταραχήν ˙ (ευρισκόμενος εις αυτήν την αθλίαν κατάστασιν,) έφερα εις την μνήμην μου (δια να αντλήσω παρηγορίαν και θάρρος,) ημέρας παλαιάς (κατά τας οποίας εξεδηλούτο άμεσος και ισχυρά η προστασία Σου), προσήλωσα την σκέψιν μου εις όλας τας ενεργείας Σου (δια των οποίων μας έσωζες), εσκεπτόμην βαθέως τα έργα των χειρών Σου. Ύψωσα προς Σε (ικετευτικώς) τας χείρας μου, η δε ψυχή μου είνε ενώπιόν Σου όπως η κατάξηρος γη (και αναμένει με πόθον να εκχύσης επάνω της τα ύδατα των οικτιρμών Σου και να την ποτίσης). Ταχέως εισάκουσέ με, Κύριε, (και βοήθησέ με,) διότι (από τας ταλαιπωρίας) σβήνει το πνεύμα μου (κινδυνεύω δηλαδή να αποθάνω). Μη στρέψης μακράν από εμέ το πρόσωπόν Σου, διότι (αν πράξης αυτό,) θα γίνω όμοιος με εκείνους που κατέρχονται (νεκροί) εις τον λάκκον του τάφου. Κάμε να αισθανθώ το πρωί την εκδήλωσιν του ελέους Σου, διότι εις Σς (και όχι εις ανθρώπους) εναπέθεσα τας ελπίδας μου. Κατάστησε, Κύριε, γνωστήν εις εμέ την οδόν που πρέπει να βαδίσω (δια να αποφύγω τους πανταχού ενεδρεύοντας εχθρούς μου), διότι εγώ προς Σε ανύψωσα την ψυχήν μου (ώστε να Σε φθάσω καιν να λάβω το έλεός Σου). Απάλλαξέ με, Κύριε, από τους εχθρούς μου, διότι εις Σε εζήτησα προστασίαν και καταφύγιον. (Δεν ζητώ όμως μόνον αυτό, την σωτηρίαν μου από τον κίνδυνον ˙ επιθυμώ και κάτι ακόμη: ) Δίδαξέ με, Κύριε, να εκτελώ το θέλημά Σου, διότι Συ είσαι ο Θεός μου (και επομένως οφείλω πάντοτε το ιδικόν Σου θέλημα να εκτελώ). Το πνεύμα Σου το αγαθόν είθε να με οδηγήσει εις χώραν ομαλήν και ευθείαν (εις την χώραν της αρετής). Χάριν (όχι της ιδικής μου αξίας, αλλά) του ονόματός Σου (το οποίον είνε ταυτόσημον με το έλεος), είθε, Κύριε, να με διατηρήσης εν ζωή (εις πείσμα των εχθρών μου) ˙ είθε, κινούμενος από την δικαίαν ευσπλαχνία Σου, να εξαγάγης την ψυχήν μου από την θλίψην (εις την οποίαν ευρίσκεται) και, κινούμενος από την (προς εμέ) αγάπην Σου, να εξαφανίσης τους (ζητούντας να με θανατώσουν) εχθρούς μου και να καταστρέψης όλους εκείνους που θλίβουν την ψυχήν μου, διότι εγώ είμαι δούλος Σου (ανήκω εις Σε, είμαι ιδιοκτησία Σου, και επομένως ουδείς έχει δικαίωμα να στρέφεται εναντίον μου).

 

Δ ο ξ ο λ ο γ ί α

 

Δόξα ας είνε εις τον Θεόν, ο Οποίος κατοικεί εις τα ύψιστα μέρη του ουρανού, και επάνω εις την γην ας έλθη (η θεία) ειρήνη, (διότι) ο Θεός εξεδήλωσε την άκραν εύνοιάν Του προς τους ανθρώπους (αποστείλας τον μονογενή Υιόν Του). Υμνούμεν, ευχαριστούμεν, προσκυνούμεν, δοξολογούμεν και ευχαριστούμεν Σε, Κύριε, δια την ιδιαιτέρως μεγάλην δόξαν Σου (δηλαδή την ενανθρώπησιν του Υιού Σου και την δι΄αυτής σωτηρίαν μας). Προσφέρωμεν τα ανωτέρω (δηλαδή τους ύμνους και τας δοξολογίας μας) εις Σε τον Τριαδικόν Θεόν ˙ εις Σε, Κύριε και Βασιλεύ, επουράνιε Θεέ, Πάτερ παντοδύναμε ˙ εις Σε, Κύριε Ιησού Χριστέ, που είσαι ο μονογενής Υιός του Πατρός ˙ και εις Σε, Πνεύμα Άγιον. Κύριε και Θεέ, Ιησού Χριστέ, που είσαι ο Αμνός του Θεού (ο δια θυσίαν προωρισμένος), ο Υιός του Πατρός, ο εξαφανίζων (με το Αίμα Σου) την αμαρτίαν του κόσμου, ελέησέ μας ˙ ναι, ελέησέ μας Συ, που εξαφανίζεις (με το Αίμα Σου) όλας τας αμαρτίας του κόσμου. Δέξαι ευμενώς την ικεσίαν μας Συ, που (και ως άνθρωπος ετιμήθης από τον Θεόν Πατέρα και) κάθησαι εις τα δεξιά του Πατρός, και ελέησέ μας. (Ζητούμεν από Σε να μας ελεήσης,) διότι Συ, ο Ιησούς Χριστός, είσαι ο μόνος κατά φύσιν και απολύτως Άγιος, Συ είσαι ο μόνος πραγματικώς Κύριος και Βασιλεύς, ο Οποίος (με την απολύτως αγίαν ζωήν Σου και με τα εξαίσια θαύματά Σου) εδόξασες και δοξάζεις τον Θεόν Πατέρα. Αμήν. Καθ΄εκάστην εσπέραν θα Σε δοξολογώ και θα ανυμνώ το άγιον όνομά Σου (τόσον εις την παρούσαν ζωήν, όσον και εις την μέλλουσαν, δηλαδή) εις τους απεράντους αιώνας. Κύριε, υπήρξες το καταφύγιον (της προστασίας και της σωτηρίας) μας, από της μιας γενεάς εις την άλλην (καθ΄όλας δηλαδή τας εποχάς της ιστορίας των ανθρώπων). Εγώ είπα (προς Σε): Κύριε, ελέησέ με, θεράπευσε την ψυχήν μου, διότι έχω αμαρτήσει εις Σε (και η ψυχή μου είνε γεμάτη από τα τραύματα της αμαρτίας). Κύριε, προς Σε κατέφυγον (ζητών προστασίαν) ˙ δίδαξέ με λοιπόν (και κατάστησέ με ικανόν) να εκτελώ το θέλημά Σου, διότι Συ είσαι ο Θεός (και επομένως το ιδικόν Σου θέλημα πρέπει να εκτελώ) ˙ (πρέπει δε να εκτελώ το θέλημά Σου,) διότι πλησίον Σου υπάρχει πηγή (αιωνίου) ζωής και (μόνον) μέσα εις το ιδικόν Σου φως είναι δυνατόν να (ανοίξουν οι οφθαλμοί μας και να) ίδωμεν (Σε, που είσαι) το αληθινόν φως. Συνέχισε να παρέχης αδιακόπως το έλεός Σου εις εκείνους που Σε γνωρίζουν (ως μόνον αληθινόν Θεόν). Καταξίωσέ μας, Κύριε, να διαφυλαχθώμεν αναμάρτητοι κατά την νύκτα που έρχεται. Δοξασμένος είσαι, Κύριε, Συ, ο Θεός των πατέρων μας, και το άγιον όνομά Σου είνε ένδοξον και άξιον να υμνήται αιωνίως. Αμήν. Το έλεός Σου, Κύριε, είθε να εκχυθή επάνω μας τόσον πολύ, όσον μεγάλη υπήρξεν η ελπίς μας εις Σε. Δοξασμένος είσαι, Κύριε ˙ υπόδειξε εις εμέ τας δικαίας απαιτήσεις που έχεις από εμέ. Δοξασμένος είσαι, Δέσποτα ˙ δος μου σύνεσιν, ώστε να τηρώ τας δικαίας αυτάς απαιτήσεις και εντολάς Σου. Δοξασμένος είσαι, Άγιε ˙ φώτισέ με δια των εντολών Σου. Κύριε, το έλεός Σου είνε άπειρον και αιώνιον ˙ μη αδιαφορήσης (λοιπόν) δι΄ημάς που είμεθα πλάσματα των χειρών Σου. Εις σε αρμόζει αίνος, εις Σε αρμόζει ύμνος, εις Σε αρμόζει δόξα, εις τον Πατέρα και εις τον Υιόν και εις το Άγιον Πνεύμα, και τώρα και πάντοτε και εις τους απεράντους αιώνας. Αμήν.

 

 

 

Το Σύμβολον της Πίστεως

 

Πιστεύω ότι ο Θεός είνε εις ˙ και αυτός είνε Πατήρ, εξουσιαστής του παντός, Δημιουργός του ουρανού και της γης και όλων των ορατών και αοράτων κόσμων.

Πιστεύω ότι Κύριος είνε εις, ο Ιησούς Χριστός, ο Οποίος είνε Υιός του Θεού μονογενής και εγεννήθη εκ του Πατρός πρό πάντων των αιώνων. Είνε φως εκ φωτός, Θεός αληθινός εκ Θεού αληθινού, γεννηθείς και όχι δημιουργηθείς ˙ είνε της αυτής με τον Πατέρα ουσίας ˙ τα πάντα εδημιουργήθησαν δι΄Αυτού.

Αυτός κατήλθεν από τους ουρανούς και έλαβε σάρκα εκ Πνεύματος Αγίου και Μαρίας της Παρθένου και έγινεν άνθρωπος, χάριν ημών των ανθρώπων και προς σωτηρίαν μας.

Και εσταυρώθη υπέρ ημών κατά την εποχήν του Ποντίου Πιλάτου και υπέμεινε παθήματα και (αποθανών) ετάφη.

Και ανέστη κατά την τρίτην ημέραν, συμφώνως προς τας προφητείας της Παλαιάς Διαθήκης.

Και ανήλθεν εις τους ουρανούς και εκάθισεν εις τα δεξιά του Πατρός.

Και πάλιν θα έλθη ενδόξως δια να κρίνη ζώντας και νεκρούς ˙ η Βασιλεία Αυτού θα είνε αιωνία και ατελεύτητος.

Πιστεύω ακόμη ότι υπάρχει το Άγιον Πνεύμα, το Οποίον είνε κυρίαρχος και ζωοποιός Υπόστασις, εκπορεύεται εκ του Πατρός, έχει την ιδίαν αξίαν και (δι΄αυτό) πρέπει να λατρεύεται και να δοξολογείται εις ίσον βαθμόν με τον Πατέρα και με τον Υιόν. Αυτό ελάλησε δια μέσου των προφητών.

Πιστεύω ότι μία Εκκλησία υπάρχει ˙ και αυτή είνε αγία, καθολική, και αποστολική.

Διακυρύσσω ότι μίαν φοράν γίνεται το βάπτισμα εις άφεσιν αμαρτιών.

Ζω με την πίστιν και την αναμονήν της αναστάσεως των νεκρών ˙

Και της απολαύσεως νέας ζωής εις την μέλλουσαν να εμφανισθή Βασιλείαν του Θεού. Αμήν.

 

 

Ορθόν και πρέπον είνε αληθώς να μακαρίζωμεν σε, την Θεοτόκον, διότι είσαι πάναγνος και Μήτηρ του Θεού μας και σου αξίζουν ακατάπαυστα εγκώμια. Δοξάζομεν, ω Παρθένε, με μεγάλην δόξαν σε, που είσαι ασυγκρίτως τιμιωτέρα από τα Χερουβείμ και ασυγκρίτως ενδοξοτέρα από τα Σεραφείμ (δηλαδή είσαι υψηλοτέρα και ανωτέρα όλων των Αγγελικών ταγμάτων), σε, που χωρίς να φθαρή η παρθενία σου, εγέννησες τον Θεόν Λόγον, σε, που πραγματικώς είσαι Μήτηρ του Θεού.

 

Απολυτίκιον. Ήχος πλ. δ ΄ .

 

Ο ασώματος Αρχάγγελος Γαβριήλ, λαβών γνώσιν, κατά τρόπον ακατάληπτον εις ημάς, της προσταγής του Θεού, παρουσιάσθη αμέσως εις την κατοικίαν του (προστάτου της Παρθένου) Ιωσήφ και είπεν εις την μη έχουσαν πείραν γάμου Κόρην: Αυτός, ο Οποίος, με την απόφασιν της απεριγράπτου και απερινοήτου ταπεινώσεώς Του να γίνη άνθρωπος, εχαμήλωσε  τους ουρανούς (δια να κατέλθη εις την γην), εισέρχεται (τώρα) ολόκληρος εντός σου, χωρίς να υποστή καμμίαν μετατροπήν και αλλοίωσιν (εις την θείαν φύσιν Του). Βλέπων δε ήδη Αυτόν μέσα εις την κοιλίαν σου να λαμβάνη μορφήν δούλου, (δηλαδή να γίνεται άνθρωπος,) καταλαμβάνομαι από θαυμασμόν και δέος και κραυγάζω εις σε: Χαίρε Νύμφη Ανύμφευτε  2 .

 

Είτα ψάλλεται ο Κανών:

Ωδή α΄. Ήχος δ ΄.  Ο Ειρμός.

 

Θα ανοίξω το στόμα μου και αυτό θα γεμίση από την χάριν του Αγίου Πνεύματος και θα είπω λόγους (εγκωμιαστικούς) προς την Βασίλισσαν Μητέρα (του Κυρίου) ˙ και θα με ίδουν να πανηγυρίζω με λαμπρότητα, και θα ανυμνήσω γεμάτος από ευφροσύνην τα θαυμαστά μεγαλεία, των οποίων αύτη ηξιώθη.

                    

1. Αι παραπομπαί αναφέρονται εις σημειώσεις, αι οποίαι ευρίσκονται εις το τέλος του βιβλίου

 

 

Υπεραγία  Θεοτόκε…

 

Ω Αγνή, ο μέγας Αρχάγγελος Γαβριήλ (που εστάλη από τον Θεόν δια να σου είπη ότι θα γεννήσης τον Σωτήρα του κόσμου), βλέπων σε να είσαι το έμψυχον βιβλίον του Χριστού  3 , το εσφραγισμένον από το Άγιον Πνεύμα, ανεφώνει πανηγυρικώς προς σε: Χαίρε, συ, που (εδέχθης εις την κοιλίαν σου την χαράν όλου του κόσμου, δηλαδή τον Κύριον, και τοιουτοτρόπως) είσαι το σκεύος της χαράς ˙ (χαίρε,) συ, μέσω της οποίας θα καταργηθή η κατάρα που έλαβε (δια την παρακοήν της) η πρόγονός μας Εύα  4 .

 

Υπεραγία  Θεοτόκε…

 

Χαίρε, Παρθένε, Νύμφη του Κυρίου, συ, που (με το να φέρης εις τον κόσμον τον Λυτρωτήν) ανορθώνεις από την πτώσιν του τον Αδάμ και θανατώνεις τον άδην. Χαίρε, πάναγνε Κόρη, που είσαι το ανάκτορον του μοναδικού Βασιλέως. Χαίρε, συ, που είσαι ο πύρινος θρόνος του Παντοκράτορος  5 .

 

Δόξα Πατρί…

 

Χαίρε, συ, που εβλάστησες το (θείον) τριαντάφυλλον, το οποίον δεν μαραίνεται ποτέ (δηλαδή τον Κύριον). Χαίρε, συ, που εγέννησες το μήλον, το οποίον ευωδιάζει, συ, που εγέννησες Εκείνον που αποτελεί την ευωδίαν την οποίαν οσφραίνεται   ο Βασιλεύς των όλων. Χαίρε, συ, που δεν έλαβες πείραν γάμου, συ, που είσαι η σωτηρία του κόσμου.

 

Και νυν…

 

Χαίρε, ω Θεοτόκε, θησαυρέ της παρθενίας, συ, μέσω της οποίας ηγέρθημεν από την πτώσιν μας. Χαίρε, ω Δέσποινα, συ, που είσαι το ευώδες κρίνον, το οποίον αναδίδει την ευωδίαν του εις τους πιστούς  ˙ είσαι ακόμη εύοσμον θυμίαμα και πολύτιμον μύρον.

 

 

 

Και πάλιν: «Ανοίξω το στόμα μου…»

Ωδή γ΄.  Ο Ειρμός.

 

Θεοτόκε, συ, που είσαι η ζωντανή και αστείρευτος πήγή, στερέωσε (εις την πέτραν της πίστεως) όλους εκείνους, οι οποίοι, συγκροτήσαντες πνευματικόν χορόν, σε υμνολογούν, και αξίωσέ τους να λάβουν στεφάνους δόξης εις την θείαν δόξαν του ουρανού, όπου κατοικείς.

 

Υπεραγία Θεοτόκε…

 

Χαίρε, συ, η οποία, ωσάν αγρός  που πραγματικώς δεν ωργώθη ποτέ, (έμεινες δηλαδή πάντοτε Παρθένος,) εβλάστησες τον θείον στάχυν (τον Ιησούν) ˙ (χαίρε), συ, που είσαι η έμψυχος τράπεζα  8  , η οποία εχώρησε τον Άρτον της ζωής (τον Κύριον). Χαίρε, ω Δέσποινα, που είσαι η ανεξάντλητος πηγή του ύδατος της ζωής  .

 

Υπεραγία Θεοτόκε…

 

Χαίρε, συ, η (θεία) Δάμαλις, που εγέννησες χάριν (της σωτηρίας) των πιστών τον Μόσχον τον άμωμον (που ήτο προωρισμένος να θυσιασθή δι΄αυτούς). Χαίρε, συ, η (θεία) Αμνάς, που εγέννησες τον Αμνόν του Θεού, ο Οποίος (δια του αίματός Του) εξαλείφει όλου του κόσμου τα πταίσματα. Χαίρε, συ, η οποία είσαι το θερμόν ιλαστήριον  10.

 

Δόξα Πατρί…

 

Χαίρε, συ, η φωτεινή αυγή  11   , η οποία βαστάζεις εις τας αγκάλας σου τον ήλιον (της Δικαιοσύνης) Χριστόν και είσαι η κατοικία του φωτός (του Χριστού). Χαίρε, συ, που εξηφάνισες το σκότος (της πλάνης και της αμαρτίας) και εξεμηδένισες τους σκοτεινοτάτους δαίμονας.

 

 Και νύν…

 

Χαίρε, συ, που είσαι η μοναδική πύλη  12  , από την οποίαν επέρασε (και ήλθεν εις τον κόσμον) ο Λόγος του Θεού μόνος (και ουδείς άλλος)˙ (χαίρε,) συ, ω Δέσποινα, η οποία, με το να γεννήσης τον Σωτήρα, συνέτριψες τους μοχλούς και τας πύλας του άδου (δια να εξέλθουν οι εκεί φυλακισμένοι. Χαίρε, ω αξία παντός ύμνου Κόρη, συ, που είσαι η θεία είσοδος η εισάγουσα εις τον Παράδεισον όλους όσοι σώζονται.

    

Και πάλιν: «Τους σους υμνολόγους…»

Ωδή δ΄ . Ο Ειρμός.

 

Αυτός που κάθηται ενδόξως επάνω εις τον θρόνον της Θεότητος, ο μέγας και ύψιστος Θεός Ιησούς, ήλθεν (εις τον κόσμον) μέσω μιας ελαφράς  13   νεφέλης (της Παρθένου Μαρίας και με την άχραντον παλάμην Του (με την θεϊκήν δηλαδή δύναμίν Του) ωδήγησεν εις σωτηρίαν εκείνους που (με πίστιν) κραυγάζουν: Δόξα, Χριστέ, εις την δύναμίν Σου.

 

Υπεραγία Θεοτόκε…

 

Εις σε, ω Θεοτόκε, που είσαι αξία παντός ύμνου, βοώμεν με ιεράς ψαλμωδίας: Χαίρε, συ, που είσαι όρος παχύ και εύφορον 14   , όρος συμπαγές και στερεοποιημένον υπό του Αγίου Πνεύματος, όπως ο πηκτός τυρός. Χαίρε, συ, που είσαι λυχνία 15  , (φέρουσα το θείον φως) και στάμνος, φέρουσα εντός της το (θείον) μάννα  16  , την τροφήν που γλυκαίνει τα (πνευματικά) αισθητήρια των ευσεβών ανθρώπων.

 

Υπεραγία Θεοτόκε…

 

Χαίρε, ω αγνή Δέσποινα, που είσαι το ιλαστήριον του κόσμου  17  . Χαίρε, θεία κλίμαξ («σκάλα»)  18  , που μας ανύψωσες όλους από την γην (εις τον ουρανόν), χωρίς ημείς να το αξίζωμεν. Χαίρε, συ, που είσαι η γέφυρα η οποία πραγματικώς μεταφέρεις όλους τους υμνητάς σου από τον θάνατον προς την (αιώνιον) ζωήν.  

 

 

 

 

 

Υπεραγία Θεοτόκε…

 

Χαίρε, ω αμόλυντε Παρθένε, υψηλοτέρα των ουρανών, συ, που χωρίς κανένα κόπον εβάστασες εις την κοιλίαν σου (Εκείνον που αποτελεί) το θεμέλιον  19  της γης (και ολοκλήρου της Δημιουργίας). Χαίρε, συ, που είσαι η κογχύλη («αχηβάδα»), η οποία από τα αίματά σου έβαψες θείαν πορφύραν δια να την φορέση ο Βασιλεύς των Αγγελικών στρατευμάτων (έδωσες δηλαδή σώμα εις Αυτόν).

 

Δόξα Πατρί…

 

Χαίρε, ω Δέσποινα, συ, που εγέννησες αληθώς τον Νομοθέτην, ο Οποίος συγχωρεί δωρεάν τας αμαρτίας όλων ˙  (χάιρε) συ, που είσαι βάθος εις το οποίον κανείς νους δεν δύναται να διεισδύση, και ύψος το οποίον κανείς δεν δύναται να περιγράψη, διότι συ, ω Δέσποινα, που δεν έλαβες πείραν γάμου, είσαι εκείνη δια της οποίας ωδηγήθημεν εις την θέωσιν.

Και νυν…

 

Υμνολογούμεν σε, η οποία έπλεξες χάριν του κόσμου στέφανον 20 ,

που δεν τον έκαμαν χείρες ανθρώπων, (εγέννησες δηλαδή τον Χριστόν άνευ ανδρικού σπέρματος, με μόνην την επισκίασιν του Αγίου Πνεύματος,) και κραυγάζομεν προς σε: Χαίρε, Παρθένε, που είσαι δι΄όλους μας το φρούριον και το οχυρόν στρατόπεδον και το στήριγμα και το ιερόν καταφύγιον.

 

Και πάλιν: «Ο καθήμενος εν δόξη…»

Ωδή ε΄ . Ο Ειρμός.

 

Όλα τα δημιουργήματα έμειναν εκστατικά, βλέποντα την μεγάλην θείαν δόξαν, εις την οποίαν έφθασες, ω Παρθένε, συ, που δεν έλαβες πείραν γάμου ˙  (είνε δε μεγάλη η δόξα σου,) διότι ηξιώθης να δεχθής εις την κοιλίαν σου τον Θεόν, που εξουσιάζει τα πάντα, και εγέννησες Υιόν, ο Οποίος δεν έχει ούτε αρχήν ούτε τέλος (αφού, ως Θεός, υπήρχε και θα υπάρχει πάντοτε). Ο Υιός σου Αυτός δίδει ως βραβείον, εις εκείνους που (με πίστιν) σε υμνούν, την σωτηρίαν.

 

Υπεραγία Θεοτόκε…

 

Χαίρε, ω πάναγνε Παρθένε, συ, που εγέννησες την οδόν 21  της ζωής (τον Χριστόν) και έσωσες τον κόσμον από τον κατακλυσμόν  22  της αμαρτίας. Χαίρε, συ, που είσαι Νύμφη του Ιδίου του Θεού, πράγμα το οποίον προκαλεί ιερόν δέος εις όποιον το ακούει ή το λέγει. Χαίρε, ω κατοικία του Κυριάρχου της Κτίσεως.

 

Υπεραγία Θεοτόκε…

 

Χαίρε, άχραντε Θεοτόκε, συ, που είσαι η (προστατευτική) δύναμις και το ισχυρόν φρούριον των ανθρώπων, ο άγιος τόπος τον οποίον έκαμε κατοικίαν Του ο ένδοξος Θεός ˙ (χαίρε) συ, που εθανάτωσες τον άδην (με το να γεννήσης τον Νικητήν του θανάτου), συ, που είσαι ο ολόφωτος νυμφικός θάλαμος (εντός του οποίου ο Θεός Λόγος ηνώθη με την κτιστήν ανθρωπίνην φύσιν). Χαίρε, η αγαλλίασις των Αγγέλων. Χαίρε, συ, που είσαι η βοήθεια όλων όσοι σε παρακαλούν με πίστιν.

 

Υπεραγία Θεοτόκε…

 

Χαίρε, Δέσποινα, συ, η οποία, ωσάν άρμα πύρινον  23  , εδέχθης μέσα σου τον Λόγον του Θεού (και τον μετέφερες από τον ουρανόν εις την γην) ˙ (χαίρε,) συ, που είσαι ο έμψυχος Παράδεισος  24  , ο έχων εν τω μέσω του το δένδρον της ζωής, δηλαδή τον Κύριον. Η γλυκύτης των καρπών αυτού του δένδρου (δηλαδή του Κυρίου) δίδει ζωήν εις εκείνους, οι οποίοι προηγουμένως μεν είχον υποκύψει εις τον θάνατον (διότι έφαγον καρπόν από το απηγορευμένον δένδρον, που ήτο εντός του Παραδείσου της Εδέμ), τώρα δε γεύονται με πίστιν τους καρπούς του δένδρου αυτού.

 

 

 

Δόξα Πατρί…

 

Λαμβάνοντες ισχύν δια της ιδικής σου δυνάμεως, κραυγάζομεν προς σε με πίστιν: Χαίρε, ω πόλις του Βασιλέως των όλων, δια την οποίαν πολλά ένδοξα και άξια να ακουσθούν  25  ελάλησαν σαφώς οι προφήται (προφητεύοντες τα μελλοντικά μεγαλεία της Ιερουσαλήμ, η οποία ήτο προτύπωσις ιδική σου). Χαίρε, συ, που είσαι όρος, εις το οποίον δεν ηνοίχθησαν λατομεία  26  (δηλαδή παρθένον όρος), και βάθος (πνευματικόν), το οποίον κανείς δεν δύναται να μετρήση.

 

Και νυν…

Χαίρε, ω αγνή Κόρη, συ, που αποτελείς ευρύχωρον κατοικίαν του Λόγου, συ, που είσαι η κογχύλη («αχηβάδα»), η οποία έφερεν εις ημάς τον θείον μαργαρίτην (τον Χριστόν). Χαίρε, πανθαύμαστε, συ, που συμφιλιώνεις προς τον Θεόν όλους εκείνους, οι οποίοι πάντοτε σε μακαρίζουν.

 

Και πάλιν: «Εξέστη τα σύμπαντα…»

Ωδή στ΄ .  Ο Ειρμός.

 

Ημείς οι ευσεβείς, που επιτελούμεν την θείαν και τιμιωτάτην αυτήν εορτήν της Μητρός του Κυρίου μας, έλθετε να κτυπήσωμεν (σκιρτώντες από αγαλλίασιν) τας χείρας, δοξάζοντες (με αυτόν τον ενθουσιώδη τρόπον) τον Θεόν που εγεννήθη εξ αυτής.

 

Υπεραγία Θεοτόκε…

 

Χαίρε, ω άσπιλε Κόρη, συ, που είσαι ο αμόλυντος νυμφικός θάλαμος του Λόγου (μέσα εις τον οποίον Ούτος – ο Λόγος – ηνώθη με την κτιστήν ανθρωπίνην φύσιν), συ, που είσαι η αιτία της θεώσεως όλων (των πιστών), ο ήχος που ακούεται γύρω από τους προφήτας  27  . Χαίρε, συ, η οποία είσαι το ένδοξον στόλισμα των αποστόλων.

 

 

 

Υπεραγία Θεοτόκε…

 

Από σε έσταξεν η δρόσος (ο Χριστός), που έσβησε την φλόγα της (ειδωλολατρικής) πολυθεΐας. Δια τούτο αναφωνούμεν εις σε: Χαίρε, Παρθένε, συ, που είσαι ο γεμάτος από δρόσον πόκος  28  , τον οποίον ο Γεδεών είδε προφητικώς (κατά την παλαιάν εκείνην εποχήν).

 

Δόξα Πατρί…

 

Ιδού, κραυγάζομεν εις σε το, Χαίρε! Γίνε (λοιπόν) λιμήν δι΄μας, που πλέομεν μέσα εις την (τρικυμιώδη) θάλασσαν (του βίου) ˙ γίνε τόπος οχυρός ανεφοδιασμού και εξορμήσεων δι΄ημάς, που είμεθα μέσα εις το πέλαγος των θλίψεων και των πολλών και ποικίλων παγίδων του εχθρού μας Διαβόλου.

 

Και νυν…

 

Συ, που είσαι η αιτία της χαράς (διότι εγέννησες τον Λυτρωτήν του κόσμου), γέμισε με την χάριν σου την σκέψιν μας, ώστε να κραυγάζωμεν προς σε: Χαίρε, συ, που είσαι η (φλογιζομένη και) μη καιομένη  29   βάτος, (την οποίαν είδε συμβολικώς ο Μωϋσής,) και η ολόφωτος νεφέλη  30  , η συνεχώς ρίπτουσα την προστατευτικήν σκιάν της επί των πιστών.

 

Και πάλιν: «Την θείαν ταύτην…»

Ωδή ζ ΄. Ο Ειρμός.

 

Οι ευσεβείς εκείνοι τρεις Ισραηλίται νέοι (που ήσαν αιχμάλωτοι εις την Βαβυλώνα,) δεν ελάτρευσαν τα δημιουργήματα (όπως ήτο η εικών του βασιλέως Ναβουχοδονόσορος που εστήθη δια να προσκυνήται λατρευτικώς), παραμερίζοντες τον Δημιουργόν. Καταπατήσαντες δε με γενναιότητα την απειλήν ότι θα τους ρίψουν εις το πυρ, (προς τιμωρίαν των,) έψαλλον (από το μέσον της καιομένης καμίνου) γεμάτοι χαράν: Δοξασμένος, είσαι συ, ο Κύριος και Θεός των προγόνων μας, τον οποίον ουδείς δύναται να υμνήση επαξίως.

Υπεραγία Θεοτόκε…

 

Σε υμνούμεν, λέγοντες προς σε, ω Θεοτόκε: Χαίρε, συ, που είσαι το (θείον) άρμα του πνευματικού ήλιου (Χριστού) και η πραγματική άμπελος («κληματαριά») που εβλάστησε την ωραίαν και ώριμον σταφυλήν (τον Χριστόν) ˙  η (θεία) σταφυλή αύτη στάζει (ουράνιον) οίνον, ο οποίος (πινόμενος,) ευφραίνει τας ψυχάς  31  εκείνων, που με πίστιν σε δοξάζουν.

 

Υπεραγία Θεοτόκε…

 

Χαίρε, Νύμφη του Κυρίου, συ, η οποία εγέννησες τον Ιατρόν των (ψυχικών και σωματικών ασθενειών των) ανθρώπων ˙ (χαίρε,) συ, που είσαι η μυστική ράβδος  32  η βλαστήσασα το άνθος (τον Χριστόν), που ποτέ δεν μαραίνεται. Χαίρε, ω Δέσποινα, συ, δια μέσου της οποίας γεμίζομεν από χαράν και κληρονομούμεν την (αιώνιον) ζωήν.

 

Υπεραγία Θεοτόκε…

 

Ω Δέσποινα, ούτε η πλέον ρητορική γλώσσα δεν ημπορεί να σε υμνήση όσον πρέπει ˙ διότι, με το να γεννήσης τον Βασιλέα Χριστόν, κατέστης υψηλοτέρα και ανωτέρα και απ΄αυτά τα Σεραφείμ (που αποτελούν το ύψιστον Αγγελικόν Τάγμα). Ικέτευε (λοιπόν) Αυτόν να απαλλάξη από οιονδήποτε κακόν ημάς, που με πίστιν σε προσκυνούμεν.

 

Δόξα Πατρί…

 

Όλος ο κόσμος, από το έν άκρον έως το άλλο, σε εγκωμιάζει με μακαρισμούς και αναφωνεί προς σε: Χαίρε, ω αγνή Παρθένε, που είσαι ο πίναξ  33  , εις τον οποίον με τον δάκτυλον του Θεού Πατρός έχει γραφή ο Λόγος. Ικέτευε (λοιπόν) Αυτόν, Θεοτόκε, να γράψη τους δούλους σου εις το βιβλίον της (αιωνίου) ζωής  34  .

 

 

 

Και νυν…

 

Ημείς οι δούλοι σου σε ικετεύομεν και κάμπτομεν (ενώπιόν σου) τα γόνατα της καρδίας μας. Πλησίασε το ους σου (δια να ακούσης την ικεσίαν μας), ω Αγνή, και σώσε ημάς που βυθιζόμεθα μέσα εις το πέλαγος των θλίψεων, και φύλαξε την πόλιν σου, ω Θεοτόκε, από πάσης εχθρικής επιθέσεως.

 

Και πάλιν: «Ουκ ελάτρευσαν…»

Ωδή η΄ . Ο Ειρμός.

 

Ο Υιός της Θεοτόκου, κατά την παλαιάν εποχήν, προτυπούμενος με τον εμφανισθέντα Άγγελον  35  , διεφύλαξεν (αβλαβείς) τους ευσεβείς (Ισραηλίτας) νέους, που ήσαν μέσα εις την κάμινον του πυρός. Τώρα δε, φανερούμενος (όχι πλέον με τύπους και σύμβολα, αλλά) ενεργώς, σωματικώς, σηκώνει επάνω ολόκληρον την οικουμένην και την κάμνει να ψάλλη: Όλα τα δημιουργήματα, δοξολογείτε τον Κύριον και (δια των ύμνων σας) υψώνετε Αυτόν υπεράνω παντός ύψους και ανθρωπίνου μεγαλείου εις πάντας τους αιώνας.

 

Υπεραγία Θεοτόκε…

 

Εδέχθης εις την κοιλίαν σου, ω αγνή Παρθένε, τον Λόγον του

Θεού ˙  εβάστασες (εις τας αγκάλας σου) Εκείνον που βαστάζει όλην την δημιουργίαν. Έθρεψες με το γάλα σου Εκείνον που με ένα νεύμα του τρέφει όλην την οικουμένην. Εις Αυτόν ψάλλομεν: Όλα τα δημιουργήματα, δοξολογείτε τον Κύριον και (δια των ύμνων σας) υψώνετε Αυτόν υπεράνω παντός ύψους και ανθρωπίνου μεγαλείου εις πάντας τους αιώνας.

 

Υπεραγία Θεοτόκε…

 

Ο Μωϋσής αντελήφθη ότι εις την βάτον 36  εικονίζετο το μέγα μυστήριον της υπό σου γεννήσεως του Κυρίου (διότι, όπως η βάτος εφλογίζετο χωρίς να καίεται, τοιουτοτρόπως και συ εδέχθης εντός σου το πυρ της Θεότητος χωρίς να κατακαής). Αλλά και οι (τρεις ευσεβείς Ισραηλίται) νέοι προετύπωσαν σαφέστατα το μυστήριον αυτό, με το να ευρίσκωνται μέσα εις το πυρ και να μη καίωνται. Δι΄αυτό, λοιπόν, ω καθαρωτάτη αγία Παρθένε, σε υμνούμεν ακαταπαύστως.

 

Υπεραγία Θεοτόκε…

 

Ημείς, που λόγω της απάτης (του όφεως) εγυμνώθημεν  37  κατά την παλαιάν εκείνην εποχήν, τώρα λογω της ιδικής σου εγκυμοσύνης ενεδύθημεν άφθαρτον στολήν ˙ και ακόμη, ημείς οι ευρισκόμενοι εις το σκότος των αμαρτιών, είδομεν άπλετον φως, ω Κόρη, που είσαι η κατοικία του φωτός. Δι΄αυτό, λοιπόν, σε υμνούμεν ακαταπαύστως.

 

Δόξα Πατρί…

 

Δια σου οι νεκροί γίνονται πάλιν ζωντανοί, διότι εγέννησες την ζωήν, η οποία είνε (όχι μία απλή κατάστασις, αλλά) πραγματική υπόστασις, πρόσωπον (δηλαδή εγέννησες το Δεύτερον Πρόσωπον της Αγίας Τριάδος, τον Υιόν του Θεού). Δια σου επίσης εκείνοι, που ήσαν πριν άλαλοι, γίνονται ομιλητικώτατοι ˙ οι λεπροί καθαρίζονται, αι ασθένειαι εξαφανίζονται, τα πλήθη των εναερίων σατανικών πνευμάτων συντρίβονται, ω Παρθένε, που είσαι η σωτηρία των ανθρώπων.

 

Και νυν…

 

Χαίρε, συ, που είσαι κατά πάντα ευλογημένη, συ, η οποία εγέννησες χάριν του κόσμου τον Σωτήρα, συ, μέσω της οποίας ανυψώθημεν από την γην εις τα ύψη του ουρανού. Είσαι σκέπη και στερέωμα και τείχος και ισχυρόν φρούριον, ω αγνή Παρθένε, εκείνων οι οποίοι ψάλλουν: Όλα τα δημιουργήματα, δοξολογείτε τον Κύριον και (δια των ύμνων σας) υψώνετε Αυτόν υπεράνω παντός ύψους και ανθρωπίνου μεγαλείου εις πάντας τους αιώνας.

 

 

 

Και πάλιν: «Παίδας ευαγείς…»

Ωδή θ΄ .  Ο Ειρμός.

 

Όλα τα τέκνα της γης ας σκιρτούν εξ αγαλλιάσεως, δεχόμενα εις το πνεύμα των θείας ελλάμψεις  38  , τα δε τάγματα των πνευματικών και ασωμάτων Αγγέλων ας πανηγυρίζουν εγκωμιάζοντα την αγίαν εορτήν της Μητρός του Κυρίου, και ας αναφωνούν προς αυτήν: Χαίρε Θεοτόκε, αγνή Αειπάρθενε, αξία παντός μακαρισμού.

 

Υπεραγία Θεοτόκε…

 

Απάλλαξέ μας, ω αγνή Κόρη, από πειρασμούς, από βαρβαρικάς επιθέσεις και από οιανδήποτε άλλην συμφοράν, η οποία επέρχεται εναντίον ημών των αμαρτωλών ανθρώπων, ένεκα του πλήθους των παραβάσεών μας, και τότε ημείς οι πιστοί, θα κραυγάζωμεν εις σε το Χαίρε.

 

Υπεραγία Θεοτόκε…

 

Απεδείχθη ότι είσαι ο ιδικός μας φωτισμός και η ιδική μας πεποίθησις. Δι΄αυτό αναφωνούμεν εις σε: Χαίρε, συ, ανέσπερον άστρον, που φέρεις εις τον κόσμον τον μέγα ήλιον (τον Χριστόν). Χαίρε, ω αγνή Κόρη, που ήνοιξες τον παράδεισον της Εδέμ, τον οποίον είχε κλείσει η παρακοή μας. Χαίρε, συ, που είσαι ο πύρινος στύλος  39  , ο οδηγών το ανθρώπινον γένος εις την ζωήν της ουρανίου Βασιλείας.

 

Υπεραγία Θεοτόκε…

 

Ας σταθώμεν με ευλάβειαν εις τον οίκον του Θεού μας και ας αναφωνήσωμεν (προς την Θεοτόκον): Χαίρε, Δέσποινα του κόσμου. Χαίρε, Μαρία, Βασίλισσα όλων ημών. Χαίρε, συ, που μεταξύ των γυναικών είσαι η μοναδική άμωμος και εκλεκτή. Χαίρε, θείον σκεύος, που εδέχθης εντός σου το ακένωτον μύρον, το οποίον εκενώθη και εξεχύθη επάνω σου  40  .

 

Δόξα Πατρί…

 

Χαίρε, Αειπάρθενε, συ, που είσαι η (θεία) περιστερά  41  η γεννήσασα τον ελεήμονα Θεόν. Χαίρε, συ, που είσαι το καύχημα όλων των οσίων και το στεφάνωμα των μαρτύρων. Χαίρε, συ, που είσαι όλων των δικαίων το θείον στόλισμα και ημών των πιστών η σωτηρία.

 

Και νυν…

 

Λυπήσου, ω Θεέ, ημάς, οι οποίοι είμεθα ιδικοί Σου και αποτελούμεν την περιουσίαν Σου, και παράβλεψε όλας τας αμαρτίας μας, αφού μάλιστα Σε ικετεύει δι΄αυτό εκείνη που εγέννησε και έφερεν εις την γην άνευ ανδρικού σπέρματος, Σε, ω Χριστέ, ο Οποίος από μεγάλην ευσπλαχνίαν ηθέλησες να λάβης μορφήν ξένην προς την θεϊκήν Σου φύσιν (δηλαδή μορφήν ανθρωπίνην).

 

Και πάλιν: «Άπας γηγενής…»

Κοντάκιον. ΄Ηχος πλ. δ΄ .

 

Εις σε, ω Θεοτόκε, την Υπέρμαχον Στρατηγόν, αποδίδω ευγνωμόνως την ένδοξον νίκην, εγώ η πόλις σου, επειδή (με την ιδικήν σου βοήθειαν) απηλλάγην από τας φοβεράς συμφοράς (που επήρχοντο εναντίον μου). Συ δε, που η δύναμίς σου είνε ακατανίκητος, ελευθέρωσέ με από παντοειδείς κινδύνους, ώστε να αναφωνών προς σε:

Χαίρε, Νύμφη ανύμφευτε.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

  Στάση  Α΄

(Η Α΄Στάση του Ακάθιστου Ύμνου ψάλλεται την Παρασκευή της Α΄Εβδομάδας των Νηστειών, δηλαδή της Μ. Τεσσαρακοστής.)

 

 

 Άγγελος πρώτην θέσιν κατέχων μεταξύ των Αγγέλων (δηλαδή ο Αρχάγγελος Γαβριήλ) εστάλη (υπό του Θεού) από τον ουρανόν (εις την γην) δια να είπη εις εκείνην, η οποία έμελλε να γίνη η Μήτηρ του Θεού, το Χαίρε! (42)

Βλέπων δε ο Άγγελος Σε, Κύριε, να αρχίζης να λαμβάνης υλικήν σάρκα ( μέσα εις την κοιλίαν της) την ιδίαν στιγμήν, κατά την οποίαν εχαιρέτιζε με την άϋλον φωνήν του την Παρθένον, κατελαμβάνετο από μεγάλην έκπληξιν και θαυμασμόν και, ιστάμενος εμπρός εις την Παρθένον, έλεγε προς αυτήν τα εξής:

 

Χαίρε, συ, μέσω της οποίας θα λάμψη ( εις τον κόσμον)  η χαρά

        (της λυτρώσεως)˙  χαίρε, συ, μέσω της οποίας θα     

        εξαφανισθή η κατάρα ( που εδόθη εις το ανθρώπινον

        γένος δια την παρακοήν του).

 

Χαίρε, συ, που γίνεσαι η αιτία να επανέλθη εις τον

         Παράδεισον ο εκπεσών Αδάμ˙ χαίρε, συ, που γίνεσαι

         η αιτία να απαλλαγή η Εύα από τας λύπας και τα

         δάκρυά της (43).

 

Χαίρε, συ, που είσαι ύψος, το οποίον δυσκόλως δύνανται

        να φθάσουν και να κατανοήσουν αι διάνοιαι των

        ανθρώπων ˙ χαίρε, συ, που είσαι βάθος, το οποίον

        δυσκόλως δύνανται να ίδουν και αυτών των Αγγέλων

        οι οφθαλμοί.

 

Χαίρε, διότι είσαι θρόνος του Βασιλέως Χριστού˙

        χαίρε, διότι βαστάζεις εις την κοιλίαν σου Εκείνον,

        που βαστάζει ολόκληρον το σύμπαν.

 

Χαίρε, συ, ο (πρωϊνός ) αστήρ (αυγερινός), που προμηνύει την

        εμφάνισιν του ηλίου (Χριστού)˙ χαίρε, συ, εις της οποίας

        την κοιλίαν λαμβάνει σάρκα ο Θεός.

Χαίρε, σύ, μέσω της οποίας ανακαινίζεται η (εκ της

        αμαρτίας διαφθαρείσα) Δημιουργία˙ χαίρε, συ, μέσω

        της οποίας ο Δημιουργός γίνεται βρέφος.

                             

Χαίρε, Νύμφη ανύμφευτε.

        

       Η Αγία Παρθένος, γνωρίζουσα ότι ήτο απολύτως αγνή και αμόλυντος, λέγει με θάρρος εις τον Γαβριήλ: Οι λόγοι σου είνε παράδοξοι και δεν εύκολον να τους παραδεχθή η ψυχή μου.

Διότι συ μου λέγεις ότι θα γεννήσω, αφού συλλάβω άνευ ανδρικού σπέρματος! Πώς είνε τούτο δυνατόν; Και όμως συ αυτό λέγεις και κράζεις:

Αινείτε τον Θεόν.

 

          Η Παρθένος, επιζητούσα να αποκτήση γνώσιν αποκρύφων και αγνώστων πραγμάτων (δια τα οποία της ωμίλει ο Άγγελος), ανεφώνησε προς το υπηρετικόν όργανον του Θεού (δηλαδή τον Άγγελον): Από παρθενικήν κοιλίαν

(όπως είνε η ιδική μου), πώς είνε δυνατόν να γεννηθή υιός;

Απάντησέ μου! Τότε ο Άγγελος είπεν εις αυτήν με φόβον,αλλά και με στθεράν  φωνήν, τα εξής:

 

Χαίρε, διότι είσαι η μύστις της αποκρύφου βουλής του Θεού

        (44) ˙ χαίρε, διότι είσαι η πίστις όλων εκείνων των

        θαυμαστών πραγμάτων, που (δεν επιδέχονται έρευναν,

        αλλά) γίνονται δεκτά με σιγήν (45).

 

Χαίρε, διότι είσαι η απαρχή των θαυμάτων του Χριστού˙

        χαίρε, διότι είσαι η βάσις των δογμάτων της Πίστεως

        Αυτού (46).

 

Χαίρε, διότι είσαι η επουράνιος κλίμαξ («σκάλα») (47),

        δια της οποίας κατέβη ο Θεός (εις την γην) ˙ χαίρε,

        διότι είσαι η γέφυρα η μεταφέρουσα τους εκ γης

        πλασθέντας ανθρώπους εις τον ουρανόν.

 

Χαίρε, συ, που είσαι μέγας θρύλος και αντικείμενον

        θαυμασμού δια τους Αγγέλους ˙

 

         χαίρε, συ, που δια τους Δαίμονας είσαι το προκαλούν

         πολλούς θρήνους τραύμα.

 

Χαίρε, συ, που ανερμηνεύτως εγέννησες (48) το φώς˙

          χαίρε, συ, που εις κανένα δεν εφανέρωσες τον τρόπον

          της γεννήσεως αυτής.

 

Χαίρε, συ, που είσαι υπεράνω της γνώσεως και αυτών ακόμη

           των σοφών (διότι ούτε αυτοί δύνανται να κατανοήσουν

           πως εκ σου έλαβε σάρκα ο Θεός)˙ χαίρε, συ, που

           φωτίζεις με άπλετον φως τας διανοίας των πιστών.

                                 

Χαίρε, Νύμφη ανύμφευτε.

 

          Αμέσως τότε (όταν δηλαδή η Παρθένος είπε το «Ιδού η δούλη Κυρίου˙ γένοιτό μοι κατά το ρήμα σου»,) η δύναμις του Υψίστου Θεού επεσκίασε την μη έχουσα πείραν γάμου Κόρην, δια να συλλάβη (τον Υιόν του Θεού). Και τοιουτοτρόπως την καρποφόρον κοιλίαν της ανέδειξεν αγρόν (φέροντα καρπόν) γλυκύν δι’ όλους εκείνους, που θέλουν να θερίζουν την σωτηρίαν των με το να ψάλλουν ούτως:

                            

Αινείτε τον Θεόν.

 

          Αφού πλέον είχε δεχθή η Παρθένος εντός της κοιλίας της τον Θεόν,  μετέβη προς επίσκεψιν της (συγγενούς της ) Ελισάβετ. Το δε βρέφος ( που ήτο εις την κοιλίαν) της Ελισάβετ (ο άγιος Ιωάννης ο Πρόδρομος,) αντελήφθη αμέσως τον (προς την Ελισάβετ) χαιρετισμόν της Παρθένου (εννόησε, δηλαδή, ότι ο χαιρετισμός αυτός προήρχετο όχι από απλήν γυναίκα, αλλ’ από την Μητέρα του Θεού) και εγέμισεν από χαράν. Χρησιμοποιών δε ως άσματα σκιρτήματα, έλεγε προς την Θεοτόκον:

 

Χαίρε, κλήμα, που παρήγαγες τον αμάραντον βλαστόν

        (τον Χριστόν) χαίρε, κλήμα που μας έδωσες τον άφθαρτον

        καρπόν.

 

Χαίρε, συ, που κυοφορείς μέσα εις τα σπλάχνα σου τον

         φιλάνθρωπον Γεωργόν χαίρε, συ, που γεννάς τον

         Δημιουργόν της ζωής μας.

 

Χαίρε, γη ευφορωτάτη, που βλαστάνεις αφθονίαν (όχι

         υλικών καρπών, αλλά θείας) ευσπλαγχνίας χαίρε,

         τράπεζα, που βαστάζεις επάνω σου τον πλούτον

         του ελέους.

 

Χαίρε, διότι κάμνεις να ανθίζη λειβάδιον (πνευματικής)

         απολαύσεως (49) χαίρε, διότι ετοιμάζεις λιμένα δια

         τας ψυχάς μας.

 

Χαίρε, διότι είσαι το θυμίαμα πρεσβείας (50) που το δέχεται

         ο Θεός χαίρε, συ, που εξιλεώνεις (με τας πρεσβείας σου)

         δι’ όλον τον κόσμον τον Θεόν.

 

Χαίρε, διότι μέσω σού ο Θεός έδειξε την εύνοιαν και

        αγαθότητά Του προς τους θνητούς ανθρώπους χαίρε,

        διότι μέσω σου οι άνθρωποι απέκτησαν θάρρος να

        πλησιάζουν τον Θεόν.

                          

Χαίρε, Νύμφη ανύμφευτε

 

          Ο (προστάτης σου) σώφρων Ιωσήφ, ώ άμεμπτε Παρθένε, έχων εσωτερικώς λογισμούς αμφιβολίας, επειδή σε εγνώριζεν άγαμον και (ως εκ τούτου) υπωπτεύετο ότι είχες ανόμους σχέσεις (εις τας οποίας απέδιδε την εγκυμοσύνην σου), εταράχθη. Όταν όμως επληροφορήθη (από τον Άγγελον) ότι η σύλληψις βρέφους εν τη κοιλία σου ήτο εκ Πνεύματος Αγίου, ανεφώνησεν:

 

Αινείτε τον Θεόν.

 

 

Στάση Β΄

(Η Β΄Στάση του Ακάθιστου Ύμνου ψάλλεται την Παρασκευή της Β΄Εβδομάδος των Νηστειών.)

 

          Οι βοσκοί (που ήσαν πλησίον του σπηλαίου όταν εγεννήθη ο Κύριος,) ήκουσαν τους Αγγέλους να υμνούν το γεγονός, ότι ο Χριστός παρουσιάσθη (εις την γην) με ανθρωπίνην σάρκα. Και ενώ έσπευσαν προς Αυτόν, με της σκέψιν ότι θα Τον έβλεπον ως Ποιμένα (ως Ηγέτην, δηλαδή, εν όλη τη λαμπρότητι και μεγαλοπρεπεία Του), εν τούτοις βλέπουν Αυτόν ως άμωμον (51) αρνίον (κατάλληλον δια θυσίαν), το οποίον είχε τραφή μέσα εις την κοιλίαν της Μαρίας. Υμνούντες δε αυτήν, της είπον:

 

Χαίρε, συ, που είσαι Μήτηρ Εκείνου, ο Οποίος είνε και Αμνός

        (ως άνθρωπος) και Ποιμήν (ως Θεός) χαίρε, συ, που είσαι               

        η μάνδρα των λογικών προβάτων (δηλαδή των πιστών).

 

Χαίρε, συ, που είσαι το όπλον, δια του οποίου αμυνόμεθα

        κατά των αοράτων εχθρών (Δαιμόνων) χαίρε, συ, που

        είσαι το κλειδίον, δια του οποίου ανοίγονται αι θύραι

        του Παραδείσου.

 

Χαίρε, διότι εξ αιτίας σου τα ουράνια αγάλλονται μαζί με την

        γην χαίρε, διότι εξ αιτίας σου τα επίγεια πανηγυρίζουν

       μαζί με τους ουρανούς.

 

Χαίρε, συ, που είσαι το αδιάκοπον κήρυγμα των αποστόλων

        (οι οποίοι συνεχώς ωμίλουν δια τον εκ σου σαρκωθέντα

        Θεόν) χαίρε, συ, που εμπνέεις εις τους μάρτυρας (της

        Πίστεως) ακατάβλητον θάρρος.

 

Χαίρε, συ, που είσαι το ασάλευτον βάθρον της Πίστεως

        χαίρε, συ, εις το πρόσωπον της οποίας εγνωρίσαμεν

        την λαμπρότητα της χάριτος ( του Θεού).

 

Χαίρε, συ, μέσω της οποίας εγυμνώθη ο άδης (από την

        εξουσίαν του) χαίρε, σύ, μέσω της οποίας ημείς

        ενεδύθημεν (ουράνιον) δόξαν.

                          

Χαίρε, Νύμφη ανύμφευτε.

 

        Όταν οι μάγοι είδον τον αστέρα, ο οποίος εδείκνυε τον δρόμον που έφερε προς τον (γεννηθέντα) Θεόν, ηκολούθησαν την λάμψιν του. Έχοντες δε αυτόν ως λύχνον (δεικνύοντα τον δρόμον), ερευνούσαν με αυτόν να εύρουν τον (νεογέννητον) ισχυρόν Βασιλέα. Αφού δε έφθασαν τοπικώς πλησίον Εκείνου, που (ως Θεός) είνε άφθαστος και απλησίαστος, εγέμισαν από χαράν και είπον δι’ Αυτόν:

                              

Αινείτε τον Θεόν.

 

           Είδον (λοιπόν) οι μάγοι, οι απόγονοι των Χαλδαίων, εις τας χείρας της Παρθένου Εκείνον, που έπλασε με τας χείρας Του τους ανθρώπους. Και, αισθανόμενοι ότι το βρέφος αυτό ήτο ο Κύριος, έστω και αν είχε λάβει μορφήν δούλου (ανθρώπου δηλαδή), έσπευσαν να εκδηλώσουν την προν Αυτόν λατρείαν των με την προσφοράν δώρων και να είπουν εις την ελογημένην Μητέρα Του:

 

Χαίρε, συ, που είσαι η Μήτηρ του αστέρος ο οποίος ουδέποτε

       δύει (52) χαίρε, συ, που είσαι η αυγή της μυστικής ημέρας

       (δηλαδή της αιωνίου Βασιλείας του Θεού).

 

Χαίρε, συ, που έσβησες την κάμινον της (ειδωλολατρικής)

        πλάνης χαίρε, συ, που φωτίζεις τους οπαδούς της

        Τριαδικής Θεότητος.

 

Χαίρε, συ, που εξεθρόνισες τον απάνθρωπον τύρρανον (τον

        Διάβολον) από την εξουσίαν του χαίρε, συ, που

        παρουσίασες (εις τον κόσμον) του Χριστόν ως

        φιλάνθρωπον Κύριον (53).

 

Χαίρε, σύ, που μας απαλλάτεις από την βάρβαρον θρησκείαν

        (της πολυθεΐας) χαίρε, σύ, που μας ελευθερώνεις από

        τον βόρβορον των (αισχρών)  έργων.

 

Χαίρε, σύ, που έπαυσες την λατρείαν (54) του πυρός ( το

        οποίον επιστεύετο ως θεός) χαίρε, σύ, που μας σώζεις

        από τας φλόγας των (αμαρτωλών) παθών.

 

Χαίρε, σύ, που είσαι οδηγός σωφροσύνης διά τους πιστούς

        χαίρε, σύ, που είσαι χαρά και ευφροσύνη όλων των γενεών.

                

Χαίρε, Νύμφη ανύμφευτε.

 

        Οι μάγοι, αφού (μετά τα όσα είδον εις την Βηθλεέμ) κατέστησαν κήρυκες του Θεού, επέστρεψαν (δι’ άλλης οδού, όπως τους είπεν ο Θεός,) εις την (πατρίδα των) Βαβυλώνα και αφού (με την προσφοράν των δώρων των) εξεπλήρωσαν τον χρησμόν Σου(55), Σε εκήρυξαν εις όλους ως τον από Θεόν κεχρισμένον Μεσσίαν, άφησαν δε τον Ηρώδην, ο οποίος, ως μωρολόγος και ανόητος που ήτο, δεν εγνώριζε να ψάλλη:

                           

Αινείτε τον Θεόν.

 

          Αφού διέσχυσες εις την Αίγυπρον (όπου έφυγες δια να σωθής από την μανίαν του Ηρώδου,) το φως της αληθινής θεογνωσίας, εξηφάνισες το σκότος της ψευδούς (ειδωλολατρικής) θρσκείας. Διότι τα είδωλα της Αιγύπτου, Σωτήρ, κατέπεσαν, επειδή δεν υπέφεραν την ισχύν της παρουσίας Σου. Εκείνοι δε που απηλλάγησαν από την απαισίαν υποδούλωσιν εις την λατρείαν των ειδώλων, εκραύγαζον προς την Θεοτόκον:

 

Χαίρε, σύ, που είσαι η ανόρθωσις των ανθρώπων χαίρε, σύ,

        που είσαι η κατάπτωσις των Δαιμόνων.

 

Χαίρε, σύ, που επάτησες (και εξηφάνισες) την πλάνην της

          απάτης (του Διαβόλου) χαίρε, σύ, που εφανέρωσες

          τον δόλον (του Σατανά) που υπεκρύπτετο εις τα

          είδωλα (56).

 

Χαίρε, θάλασσα, που εβύθισες (57) τον νοητόν Φαραώ

        (τον Διάβολον) χαίρε, βράχε, που (ανέβλυσες ύδωρ και)

        επότισες (58) όσους εδίψων την ζωήν.

 

 

Χαίρε, πύρινε στύλε (59), που φωτίζεις και (με ασφάλειαν)

        οδηγείς όσους πορεύονται εις το σκότος χαίρε, σκέπη

        του κόσμου, που είσαι πλατυτέρα της (παλαιάς εκείνης)

        νεφέλης (60).

 

Χαίρε, σύ, που είσαι η τροφή μας, η οποία διεδέχθη το μάννα

        (61) χαίρε, σύ, που είσαι η διάκονος αγίας (πνευματικής)

        απολαύσεως (62).

 

Χαίρε, σύ, πού είσαι η Γη (63) της Επαγγελίας (εκείνη δηλαδή

        που είχεν υποσχεθή ο Θεός) χαίρε, σύ, εκ της οποίας ρέει

        (πνευματικόν) μέλι και γάλα.

                          

Χαίρε, Νύμφη ανύμφευτε.

 

        Όταν ο (πρεσβύτης) Συμεών έμελλε να φύγη από την παρούσαν ζωήν, την ματαίαν και απατηλήν, εδόθης εις τας χείρας του ως βρέφος (κατά την ημέραν του «Σαραντισμού»), αλλά τον έκαμες να εννοήση ότι είσαι (όχι μόνον τέλειος άνθρωπος, αλλά) και τέλειος Θεός. Δια τούτο εστάθη με έκπληξιν και θαυμασμόν εμπρός εις την απερίγραπτον σοφίαν Σου και ανεφώνησεν:

Αινείτε τον Θεόν.

 

 

Στάση Γ΄

(Η Γ΄Στάση του Ακάθιστου Ύμνου ψάλλεται την Παρασκευή της Γ΄Εβδομάδος των Νηστειών.)

 

 

          Νέαν έκαμε Δημιουργίαν ο Δημιουργός και την εφανέρωσεν εις ημάς τα πλάσματά Του. Τούτο έπραξε με το να γεννηθή εκ κοιλίας, η οποία δεν εγνώρισεν ανδρικόν σπέρμα, και με το να διατηρήση ταύτην παρθενικήν και αδιάφθορον, όπως ήτο και προηγουμένως, ίνα ημείς, βλέποντες το θαύμα, υμνήσωμεν την Παρθένον, βοώντες προς αυτήν:

 

Χαίρε, σύ, που είσαι το άφθαρτον και αμάταντον άνθος χαίρε,     

        σύ, που είσαι ο στέφανος της παρθενίας.

 

Χαίρε, σύ, που μας δίδεις μίαν λαμπράν εικόνα του πως θα

        ζώμεν μετά την ανάστασιν (64) χαίρε, σύ, που (με τον

        ιδικόν σου άσπιλον βίον) μας φανερώνεις τον βίον των

        Αγγέλων.

 

Χαίρε, δένδρον, γεμάτον από λαμπρούς καρπούς, εκ των

        οποίων τρέφονται οι πιστοί χαίρε, δένδρον παχύσκιον,

        κάτω από το οποίον ευρίσκουν πολλοί (αναπαυτικήν)

        σκιάν.

 

Χαίρε, σύ, διότι κυοφορείς οδηγόν δια τους πλανωμένους

        (εις τα σκότη της πλάνης) χαίρε, σύ, διότι γεννάς

        απελευθερωτήν δια τους αιχμαλώτους (εις τον Διάβολον).

 

Χαίρε, σύ, που ικετεύεις (υπέρ ημών) τον Δίκαιον Κριτήν

        χαίρε, σύ, που εξ αιτίας των ικεσιών σου δίδεται εις

        πολλούς πταίστας συγχώρησις.

 

Χαίρε, σύ, που είσαι στολή όσων στερούνται παρρησίας

        ενώπιον του Θεού (εξ αιτίας των αμαρτιών των)

        χαίρε, σύ, της οποίας την στοργήν ποθούμεν

        περισσότερον παντός άλλου πράγματος (65).

                       

Χαίρε, Νύμφη ανύμφευτε.

 

       Επειδή είδομεν την ξένην και παράδοξον γέννησιν του Κυρίου, ας αποξενωθώμεν από το κοσμικόν φρόνημα και από τας υλικάς μερίμνας, και ας μεταθέσωμεν την σκέψιν μας εις τον ουρανόν. Διότι δι’ αυτόν ο υψηλός Θεός εχαμήλωσε και παρουσιάσθη εις την γην ως ταπεινός άνθρωπος, επειδή ήθελε να ελκύση προς το ύψος του ουρανού εκείνους, οι οποίοι (Τον πιστεύουν και ) αναφωνούν δι’ Αυτόν:

                             

Αινείτε τον Θεόν.

 

        Ο (Υιός και) Λόγος ( του Θεού), τον Οποίον ουδείς τόπος δύναται να περιχωρήση, ήτο ολόκληρος εις την γην (ηνωμένος με την ανθρωπίνην φύσιν που προσέλαβεν) αλλ’ ουδόλως απουσίαζε και από τον ουρανόν. Αυτό συνέβαινε, διότι η ενανθρώπησις του Λόγου δεν απετέλει μετάβασιν του Θεού από τον ένα τόπον (τον ουρανόν) εις τον άλλον (την γην), αλλά μίαν συγκατάβασιν και ταπείνωσιν, την οποίαν μόνον ο Θεός ηδύνατο να κάμη. Η συγκατάβασις δε αυτή επραγματοποιήθη με το γεγονός, ότι ο Κύριος (έγινεν άνθρωπος και ) εγεννήθη από μίαν Παρθένον αφωσιωμένην εξ ολοκλήρου εις τον Θεόν, η οποία ακούει να της λέγουν (τώρα) αυτά τα (εγκωμιαστικά) λόγια:

 

Χαίρε, σύ, που εχώρησες (εις την κοιλίαν σου) τον Θεόν, τον

        Οποίον δεν χωρεί ουδείς τόπος χαίρε, σύ, που είσαι η

        θύρα (δηλαδή όργανον πραγματοποιήσεως) του σεπτού

        μυστηρίου (της σαρκώσεως του Θεού).

Χαίρε, σύ, την οποίαν οι άπιστοι ακούουν με πολλάς

            αμφιβολίας (διότι δεν πιστεύουν ότι εκ σου

            εγεννήθη ο Θεός) χαίρε, σύ, δια την οποίαν οι πιστοί

            καυχώνται με πεποίθησιν βαθείαν.

 

Χαίρε, άρμα πανάγιον Εκείνου, ο Οποίος κάθηται επάνω

        εις τα Χερουβείμ (66) χαίρε, υπερτέλειε τόπε κατοικίας

        Εκείνου, ο Οποίος κάθηται επάνω εις τα Σεραφείμ.

 

Χαίρε, σύ, που ήνωσες (67) τα αντίθετα (την γην με τον

        ουρανόν) χαίρε,  σύ, που συνδυάζεις παρθενίαν και

        εγκυμοσύνην.

 

Χαίρε, σύ, διά της οποίας συνεχωρήθη (68) η παράβασις

        του (Αδάμ) χαίρε, σύ, δια της οποίας ηνοίχθη ο

         Παράδεισος (τον οποίον είχε κλείσει η αμαρτία των

         πρωτοπλάστων).

 

Χαίρε, σύ, που είσαι το κλειδίον δια του οποίου ανοίγεται

        η Βασιλεία του Χριστού χαίρε, σύ, που είσαι η ελπίς

        δι’ ημάς ότι θα απολαύσωμεν τα αιώνια αγαθα.

                                

Χαίρε, Νύμφη ανύμφευτε.

 

          Όλα τα τάγματα των Αγγέλων, Κύριε, κατελήφθησαν από έκπληξιν και θαυμασμόν εμπρός εις το μέγα γεγονός της ενανθρωπήσεως Σου (συνέβη δε αυτό,) διότι έβλεπον Σε, που είσαι απλησίαστος ως Θεός, να έχης γίνει άνθρωπος ευκολοπλησίαστος από όλους τόσον, ώστε να ζης μαζί με ημάς και να ακούης από όλους τούτο:

                                            

Αινείτε τον Θεόν.

 

          Εις την ιδικήν σου περίπτωσιν, ώ Θεοτόκε, βλέπομεν τους ρήτορας, οι οποίοι εις άλλα θέματα ομιλούν χωρίς να τελειώνουν, να μένουν άφωνοι όπως οι ιχθύες. Διότι είνε αδύνατον εις αυτούς να εξηγήσουν πως και Παρθένος μένεις και να γεννήσης ηδυνήθης. Ημείς δε (πιστεύοντες ακραδάντως και μη ζητούντες δια της λογικής να εξηγήσωμεν τα ακατάληπτα έργα του Θεού,) θαυμάζομεν το μυστήριον και αναφωνούμεν εις σε με πίστιν:

 

Χαίρε, σύ, που έγινες το σκεύος της σοφίας (69) του Θεού

        (διότι εις σε ετελέσθησαν τόσα απερινόητα μυστήρια)

         χαίρε, σύ, που έγινες το θησαυροφυλάκιον των

         προαιωνίων σχεδίων Αυτού.

 

Χαίρε, σύ, που αποδεικνύεις ανοήτους τους φιλοσόφους

        χαίρε, σύ, που φανερώνεις ότι οι τεχνολόγοι (70) δεν

        έχουν λογικήν.

 

Χαίρε, διότι εξ αιτίας σου απεδείχθησαν μωροί οι φημιζόμενοι

        ως ακαταμάχητοι διαλεκτικοί χαίρε, διότι εξ αιτίας σου

        εξηφανίσθησαν οι μυθολόγοι.

 

Χαίρε, σύ που διαλύεις τα περίτεχνα λογικά κατασκευάσματα

        των Αθηναίων (δηλαδή των φιλοσόφων) χαίρε, σύ, που

         γεμίζεις τα (πνευματικά ) δίκτυα των αλιέων (των

         μαθητών δηλαδή του Χριστού).

 

Χαίρε, σύ, που μας ανασύρεις από τον βυθόν της (περί του

        αληθινού Θεού) αγνοίας χαίρε, σύ, που φωτίζεις πολλούς

        με θείαν γνώσιν.

 

Χαίρε, σύ, που είσαι το (ασφαλές) πλοίον δι’ όσους θέλουν να

        σωθούν χαίρε, σύ, που είσαι ο λιμήν των πλεόντων εις το

         πέλαγος του βίου.

                                

Χαίρε, Νύμφη ανύμφευτε.

 

         Επειδή Αυτός που (εδημιούργησε και ) εστόλισε τα πάντα ηθέλησε να σώση τον κόσμον, ήλθεν εις αυτόν κινούμενος από την ιδίαν Του θέλησιν και αγάπην και ενώ ως Θεός, ήτο Βασιλεύς και Κύριος, έγινε χάριν ημών όμοιος με ημάς, δηλαδή άνθρωπος. Ούτω λοιπόν καλέσας εις σωτηρίαν τους ομοίους (ημάς δηλαδή τους ανθρώπους,) μέσω του ομοίου (της ανθρωπίνης δηλαδή φύσεώς Του), ακούει (τώρα) από όλους, ως Θεός πού είνε, τούτον τον ύμνον:

                                          

Αινείτε τον Θεόν.

 

           Ώ Θεοτόκε Παρθένε, είσαι το (προστατευτικόν) τείχος των παρθένων και όλων εκείνων που καταφεύγουν εις σε. Είσαι δε, ώ Αγνή Κόρη, τείχος (ισχυρόν και απόρθυτον), διότι ( όχι άνθρωπος, αλλ’ Αυτός Ούτος) ο Ποιητής του ουρανού και της γης σε κατέστησε με το να κατοικήση εν τη κοιλία σου (και να λάβη σάρκα εκ των αγνών αιμάτων σου). Ούτω δε εδίδαξεν όλους να λέγουν εις σε:

 

Χαίρε, σύ, που είσαι η στήλη της παρθενίας χαίρε, σύ, που

        είσαι η πύλη δια της οποίας εισερχόμεθα εις την

        σωτηρίαν.

 

Χαίρε, σύ, που απετέλεσες την αρχήν της πνευματικής νέας

        δημιουργίας (71)  χαίρε, σύ, που παρέχεις εις ημάς το

        θείον έλεος.

 

Χαίρε, διότι συ εγέννησες εις νέαν (πνευματικήν) ζωήν όλους

        ημάς, που από την στιγμήν της συλλήψεως (εν τη κοιλία 

        της μητρός) μας ήμεθα αμαρτωλοί χαίρε, διότι συ έδωσες

         σύνεσιν εις ημάς, των οποίων τον νουν είχεν αφαιρέσει

         ο Σατανάς.

 

Χαίρε, σύ, που καταργείς τον Διάβολον, ο οποίος διαφθείρει

           την ορθοφροσύνην μας χαίρε, σύ, που εγέννησες τον

           σπορέα της αγνότητος.

 

Χαίρε, σύ, που έγινες νυμφικός θάλαμος γάμου υπερφυσικού

        (72) χαίρε, σύ, που ενώνεις, ως νυμφαγωγός, τας ψυχάς

         των πιστών με τον Κύριον.

 

 

Χαίρε, σύ, που είσαι η ιδεώδης τροφός (και διδάσκαλος) των

        παρθένων (73) χαίρε, σύ, που στολίζεις με νυμφικά

        ενδύματα τας αγίας ψυχάς (και τας οδηγείς εις την

         Βασιλείαν του Θεού.

                               

Χαίρε, Νύμφη ανύμφευτε.

 

          Όλοι οι ύμνοι αποδεικνύονται μηδαμινοί, όσον και αν προσπαθούν να ανταποκριθούν προς το πλήθος της απείρου ευσπλαγχνίας Σου. Διότι και αν ακόμη προσφέρωμεν εις Σε, ώ Άγιε Βασιλεύ, ψαλμωδίας τόσας εις αριθμόν, όσος είνε ο αριθμός των κόκκων της άμμου, δεν πράττομεν τίποτε το αντάξιον των ευεργεσιών που έκαμες εις ημάς, οι οποίοι βοώμεν δια Σε:

Αινείτε τον Θεόν.

 

          Βλέπομεν την αγίαν Παρθένον ως φωτεινήν λαμπάδα, η οποία εδόθη χάριν εκείνων που πορεύονται εις το σκότος (της πλάνης και της αμαρτίας). Διότι αύτη, ανάπτουσα το άϋλον φως, (γεννώσα δηλαδή τον Χριστόν,) οδηγεί όλους προς την αληθινήν θεογνωσίαν, φωτιζουσα με την λάμψιν της τον νουν μας. Δι’ αυτό και τιμάται από ημάς, οι οποίοι κραυγάζομεν προς αυτήν τα εξής:

 

Χαίρε, ακτίς του πνευματικού ηλίου(Χριστού) χαίρε,λάμψις

        του άστρου που δεν δύει ποτέ.

 

Χαίρε, αστραπή που φωτίζεις και λαμπρύνεις τας ψυχάς

        χαίρε, σύ, που ως βροντή συνταράσσεις και τρομοκρατείς

        τους εχθρούς (Δαίμονας).

 

Χαίρε, διότι ανατέλλεις (διά της γεννήσεως) τον πολύφωτον

        φωτισμόν (τον Χριστόν) χαίρε, διότι αναβλύζεις τον

        πολύρρητον ποταμόν (74).

 

Χαίρε, σύ, που παριστάς και συμβολίζεις (76) την

        κολυμβήθραν (δια της οποίας γεννώμεθα εις νέαν ζωήν)

        χαίρε, σύ, που (δια της γεννήσεως του Λυτρωτού)

        εξαφανίζεις τον μολυσμόν της αμαρτίας.

 

Χαίρε, σύ, που ως (θείον) λουτρόν καθαρίζεις την

        συνείδησίν μας χαίρε, σύ, που είσαι το ποτήριον, το

        οποίον μας προσφέρει αγαλλίασιν.

 

Χαίρε, σύ, που αναδίδεις την ευωδίαν του Χριστού χαίρε,

        σύ, που είσαι ζωή τροφοδοτουμένη από μυστικόν

        συμπόσιον (76).

                           

Χαίρε, Νύμφη ανύμφευτε.

 

          Επειδή ο Κύριος, ο εξοφλών τα χρέη όλων των ανθρώπων, ηθέλησε να δώση χάριν εις παλαιάς οφειλάς μας προς Αυτόν (να συγχωρήση δηλαδή όλας τας αμαρτίας μας, από της εποχής του Αδάμ), ήλθε προς ημάς, οι οποίοι είχομεν απομακρυνθή από την χάριν Του ήλθε δε δια του Ιδίου του Εαυτού Του (δηλαδή με το να προσφέρη χάριν ημών τον Εαυτόν Του ως θυσίαν). Επειδή δε (με την θυσίαν Του) έσχισε το γραμμάτιον του χρέους μας, ακούει (τώρα) από όλους την εξής (ευγνώμονα) αναφώνησιν:

                               

Αινείτε τον Θεόν.

 

          Με το να δοξολογώμεν τον Υιόν Σου, ώ Θεοτόκε, ανυμνούμεν σε όλοι ως έμψυχον Ναόν (του Υιού Σου). Διότι ο Κύριος, που συγκρατεί το σύμπαν με την χείρά Του, κατοικήσας εις την κοιλίαν σου, σε ηγίασε και σε εδόξασε και εδίδαξεν όλους να αναφωνούν προς σε:

 

Χαίρε, Σκηνή (κατοικία δηλαδή) του Χριστού, που είνε Λόγος

        του Θεού και Θεός χαίρε, Αγία, που είσαι υπερτέρα από

        τα Άγια των Αγίων (77).

 

Χαίρε, Κιβωτέ (78), που σε εχρύσωσεν (όχι χείρ ανθρωπίνη,

        όπως την Κιβωτόν της Παλαιάς Διαθήκης, αλλά) το

        Πνεύμα το Άγιον χαίρε,σύ, που είσαι ο ανεξάντλητος

        θησαυρός της ζωής.

 

Χαίρε, σύ, που είσαι πολύτιμον στέμμα βασιλέων ευσεβών

        Χαίρε, σύ, που είσαι σεβάσμιον καύχημα ιερέων ευλαβών.

 

Χαίρε, σύ, που είσαι ο ακλόνητος πύργος της Εκκλησίας (ο

        προφυλάσσων αυτήν από τάς επιθέσεις των εχθρών)

        χαίρε, σύ, που είσαι της (χριστιανικής) πολιτείας το

        απόρθητον τείχος.

 

Χαίρε, σύ που είσαι η θεραπεία (των ασθενειών) του

        σώματος μου χαίρε, σύ, που είσαι η σωτηρία της  ψυχής μου.

 

Χαίρε, Νύμφη ανύμφευτε.

 

         Ώ Μήτερ του Θεού, που αξίζεις απείρους ύμνους, σύ, η γεννήσασα τον Λόγον του Θεού, τον υπερέχοντα εις αγιότητα όλους τους αγίους! Δέχθητι την παρούσαν προσφοράν των προς σε ύμνων μας και απάλλαξέ μας από οιανδήποτε συμφοράν και σώσε από την μέλλουσαν τιμωρίαν όλους ημάς που με μίαν φωνήν βοώμεν:

                                       

Αινείτε τον Θεόν.

 

          Άγγελος πρώτην θέσιν κατέχων μεταξύ των Αγγέλων (δηλαδή ο Αρχάγγελος Γαβριήλ) εστάλη (υπό του Θεού) από τον ουρανόν (εις την γην) δια να είπη εις εκείνην, η οποία έμελλε να γίνη η Μήτηρ του Θεού, το Χαίρε! Βλέπων δε ο Άγγελος Σε, Κύριε, να αρχίζης να λαμβάνης υλικήν σάρκα (μέσα εις την κοιλίαν της) την ιδίαν στιγμήν, κατά την οποίαν εχαιρέτιζε με την άϋλον φωνήν του την Παρθένον, κατελαμβάνετο από μεγάλην έκπληξιν και θαυμασμόν και, ιστάμενος εμπρός εις την Παρθένον, έλεγε προς αυτήν το εξής:

 

Χαίρε, σύ, μέσω της οποίας θα λάμψη (εις τον κόσμον) η χαρά

        της (λυτρώσεως) χαίρε, σύ, μέσω της οποίας θα

         εξαφανισθή η κατάρα (που εδόθη εις το ανθρώπινον

         γένος δια την παρακοήν του).

 

Χαίρε, σύ, που γίνεσαι η αιτία να επανέλθη εις τον Παράδεισον

        ο εκπεσών Αδάμ χαίρε, σύ, που γίνεσαι η αιτία να

         απαλλαγή η Εύα από τας λύπας και τα δάκρυά της.

 

Χαίρε, σύ, που είσαι ύψος, το οποίον δυσκόλως δύνανται να

        φθάσουν και να κατανοήσουν αι διάνοιαι των ανθρώπων

         χαίρε, σύ, που είσαι βάθος, το οποίον δυσκόλως δύνανται

         να ίδουν και αυτών των Αγγέλων οι οφθαλμοί.

 

Χαίρε, διότι είσαι θρόνος του Βασιλέως Χριστού χαίρε,διότι

        βαστάζεις εις την κοιλίαν σου Εκείνον, που βαστάζει

        ολόκληρον το σύμπαν.

 

Χαίρε, σύ, ο (πρωϊνός) αστήρ (αυγερινός), που προμηνύει

        την εμφάνισιν του ηλίου (Χριστού) χαίρε,σύ, εις της

        οποίας την κοιλίαν λαμβάνει σάρκα ο Θεός.

 

Χαίρε, σύ, μέσω της οποίας ανακαινίζεται η (εκ της αμαρτίας

        διαφθαρείσα) Δημιουργία χαίρε, σύ, μέσω της οποίας ο

        Δημιουργός γίνεται βρέφος.

                            

Χαίρε, Νύμφη ανύμφευτε.

 

            Εις σε, ώ Θεοτόκε, την Υπέρμαχον Στρατηγόν, αποδίδω ευγνωμόνως την ένδοξον νίκην, εγώ η πόλις σου, επειδή (με την ιδικήν σου βοήθειαν) απηλλάγην από τας φοβεράς συμφοράς ( που επήρχοντο εναντίον μου). Σύ δε, που η δύναμίς σου είνε ακατανίκητος, ελευθέρωσέ με από παντοειδείς κινδύνους, ώστε να αναφωνώ προς σε:

                                

Χαίρε, Νύμφη ανύμφευτε.

 

           Σύ, Χριστέ, ο Θεός μας, ο Οποίος συνεχώς και ακαταπαύστως προσκυνείσαι και δοξολογείσαι ( από όλα τα κτίσματα) και εις τον ουρανόν και εις την γήν Σύ, που είσαι μακρόθυμος και πολυέλεος και πολυεύσπλαγχνος και αγαπάς τους δικαίους ανθρώπους και ευσπλαγχνίζεσαι τους αμαρτωλούς και όλους προσκαλείς διά να τους σώσης, υποσχόμενος (εις αυτούς) τα πνευματικά αγαθά της μελλούσης Βασιλείας Σου ( την μακαριότητα του Παραδείσου) Σύ (λοιπόν), ο Ίδιος, Κύριε, δέξαι ευμενώς και τας ιδικάς μας προσευχάς, που αναφέρομεν εις Σε κατ’ αυτήν την ώραν, και καθοδήγησε την ζωήν μας ώστε να είνε σύμφωνος προς τας εντολάς Σου. Αγίασε τας ψυχάς μας, εξάγνισε τα σώματά μας, κάμε ορθάς τας σκέψεις μας, καθάρισε τα διανοήματά μας, και απάλλαξέ μας από οιανδήποτε θλίψιν και συμφοράν και από οιονδήποτε πόνον. Παράταξε γύρω μας, ως ισχυρόν τείχος, αγίους Αγγέλους Σου, ώστε η ετοιμοπόλεμος στρατιά των να μας προφυλάσση (από τας ενέδρας των Δαιμόνων) και να μας οδηγή με ασφάλειαν, δια να φθάσωμεν όλοι εις την ενότητα της Πίστεως και εις την τελείαν γνώσιν της δόξης Σου, την οποίαν δεν δύναται κανείς να πλησιάση (άνευ της ιδικής Σου βοηθείας) (ζητούμεν από Σε όλα αυτά,) διότι είσαι ευλογημένος εις τους απεράντους αιώνας. Αμήν.

 

 

           Ο Θεός είθε να μας λυπηθή και να μας ευλογήση είθε να εμφανίση το (γλυκύ και ιλαρόν) πρόσωπόν Του εις ημάς και να ελεήση ημάς.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

              Ε υ χ ή  ε ι ς  τ η ν  Υ π ε ρ α γ ί α ν  Θ ε ο τ ό κ ο ν

 

       Άσπιλε, αμόλυντε, αδιάφθορε, ακηλίδωτε, αγνή Παρθένε, Θεονύμφευτε Δέσποινα, σύ, που με την παράδοξον και απερινόητον γέννησίν σου ήνωσες τον Θεόν Λόγον με τους ανθρώπους και συνέδεσες με τα ουράνια την φύσιν του ανθρωπίνου γένους, η οποία είχε γίνει εξόριστος και είχεν απομακρυνθή ( από τον Θεόν ένεκα της παρακοής) σύ, που είσαι η μοναδική ελπίς των απηλπισμένων και η μοναδική βοήθεια όσων πολεμούνται ( από τον Διάβολον) σύ, που είσαι η ταχεία προστασία όλων εκείνων που σε επικαλούνται και το καταφύγιον όλων των χριστιανών, μη περιφρονήσης και μη αποστραφής εμέ τον αμαρτωλόν, τον μολυσμένον από τας κακίας μου, εμέ, ο οποίος με αισχρούς λογισμούς και με αισχρά λόγια και με αισχράς πράξεις κατέστησα αθλίαν και ελεεινήν όλην την ύπαρξίν μου, και με την πνευματικήν αποχαύνωσίν που φέρουν αι ηδοναί του βίου, κατήντησα εκουσίως δούλος (μη με περιφρονήσης,) αλλά, ως Μήτηρ του φιλανθρώπου Θεού που είσαι, δείξε με πολλήν φιλανθρωπίαν την ευσπλαγχνίαν σου και εις εμέ τον αμαρτωλόν και άσωτον, και δέξαι την δέησίν μου που σου την προσφέρω από τα ακάθαρτα χείλη μου. Και , χρησιμοποιούσα το θάρρος που έχεις προς Αυτόν ως Μήτηρ Του, παρακάλεσε τον ιδικόν Υιόν και ιδικόν μας Βασιλέα και Κύριον, δια να ανοίξη και εις εμέ τα γεμάτα από φιλανθρωπίαν σπλάγχνα της αγαθότητός Του και, αφού παραβλέψη τας αναρίθμητους αμαρτίας μου, με οδηγήση εις μετάνοιαν και μου δώση δύναμιν να εκτελώ καλώς τας εντολάς Του. Πάντοτε δε να παρίστασαι πλησίον μου ( και να με βοηθής), σύ, που είσαι εύσπλαγχνος και αγαθή και γεμάτη συμπάθειαν.

(Να είσαι πλησίον μου πάντοτε, τόσον κατά την παρούσαν ζωήν, όσον και κατά την στιγμήν του θανάτου μου, καθώς και κατά την ημέραν της Κρίσεως). Και κατά μεν την διάρκειαν της παρούσης ζωής μου, να μου δίδης την θερμήν προστασίαν και βοήθειάν σου, να απόκρούης τας επιθέσεις των εχθρών (Δαιμόνων) και να με καθοδηγής προς την σωτηρίαν κατά δε την ώραν του θανάτου μου, να περιφρουρής την ταλαίπωρον ψυχήν μου και να εκδιώκης μακράν από αυτήν τους πονηρούς Δαίμονας που έχουν σκοτεινά πρόσωπα και τέλος, κατά την φοβεράν ημέραν της Κρίσεως, να με απαλλάξης από την αιώνιον Κόλασιν και να με καταστήσης κληρονόμον της ανεκφράστου δόξης του Υιού σου και Θεού μας. Αυτήν την δόξαν είθε να επιτύχω, μέσω της ιδικής σου πρεσβείας και βοηθείας, ώ Δέσποινά μου, Υπεραγία Θεοτόκε, δια της χάριτος και φιλανθρωπίας του μονογενούς Υιού σου, του Κυρίου και Θεού και Σωτήρος μας Ιησού Χριστού. Εις Αυτόν οφείλεται πάσα δόξα, τιμή και προσκύνησις, καθώς και εις τον μη έχοντα αρχήν Πατέρα Του και εις το πανάγιον και αγαθόν και παρέχον ζωήν Πνεύμα Του, και τώρα και πάντοτε και εις τους απεράντους αιώνας. Αμήν.

 

Ε υ χ ή   ε ι ς  τ ο ν  Κ ύ ρ ι ο ν  η μ ώ ν

Ι η σ ο ύ ν  Χ ρ ι σ τ ό ν.

 

          Δώσε, Κύριε, εις ημάς, που απερχόμεθα τώρα δια να υπνώσωμεν, ανάπαυσιν σώματος και ψυχής, και διαφύλαξέ μας από τον σκοτεινόν ύπνον της αμαρτίας και από οιανδήποτε εφάμαρτον ηδονήν, που συμβαίνει εις το σκότος της νυκτός. Παύσε τας ορμάς των παθών μας, σβήσε τα πύρινα βέλη του πονηρού Διαβόλου, τα οποία ρίπτει με δόλον εναντίον  μας, κατάστειλε τας επαναστάσεις της σαρκός μας και αποκοίμισε οιανδήποτε γηΐνην και κοσμικήν σκέψιν μας(ώστε να μη μας ενοχλή). Επιπροσθέτως δώρησαί μας, ώ Θεέ, διάνοιαν αγρυπνούσαν, σκέψεις σώφρονας, καρδίαν που δεν την καταλαμβάνει η αμέλεια και η απροσεξία, ύπνον ελαφρόν και απηλλαγμένον από πάσαν σατανικήν φαντασίαν ( εις τα όνειρα). Δώσε δε εις ημάς πνευματικήν ανάτασιν και εγρήγορσιν, όταν έλθη η ώρα της ( νυκτερινής) προσευχής (79), και βοήθησέ μας να ευρεθώμεν ( όταν εξυπνήσωμεν δια την προσευχήν) εστηριγμένοι εις τας εντολάς Σου και έχοντες μέσα εις την ψυχήν μας σταθεράν και αμετακίνητον την ενθύμησιν των θείων προσταγμάτων Σου. Χάρισε δε εις ημάς την διάθεσιν και την δύναμιν της ιδικής Σου ολονυκτίου δοξολογίας, δια να υμνώμεν και να ευλογώμεν και να δοξάζωμεν το μεγαλοπρεπές και άξιον πάσης τιμής όνομά Σου, του Πατρός και Υιού και του Αγίου Πνεύματος, και τώρα και πάντοτε και εις τους απεράντους αιώνας. Αμήν.

 

          Ώ ευλογημένη Θεοτόκε, Αειπάρθενε Κόρη, υπερτέρα πάσης δόξης, μετάφερε πλησίον του Υιού Σου και Θεού μας την προσευχήν μας, και ζήτησε να σώση, δια των πρεσβειών σου, τας ψυχάς μας.

 

        Η ελπίς μου είνε ο Πατήρ το καταφύγιόν μου είνε ο Υιός η (προστατευτική) σκέπη μου είνε το Πνεύμα το Άγιον. Ώ Αγία, δόξα Σοι.

 

        Ολόκληρον την ελπίδα (της σωτηρίας ) μου εις σε εναποθέτω (διότι πιστεύω ότι θα μεσιτεύσης δι’ εμέ εις τον Υιόν σου). Ώ Μήτερ του Θεού, φύλαξέ με κάτω από την σκέπην σου ( όπου υπάρχει ασφάλεια).

        Ας προσευχηθώμεν δια την ειρήνην του κόσμου.

        Ας προσευχηθώμεν δια τους ευσεβείς και ορθοδόξους

χριστιανούς.

         Ας προσευχηθώμεν δια τον Αρχιεπίσκοπόν μας (δείνα) και δι’ όλους τους Κληρικούς, που είνε εν Χριστώ αδελφοί μας.

          Ας προσευχηθώμεν δι’ όσους πατέρας και αδελφούς μας δεν ηδυνήθησαν να έλθουν εις την ιεράν αυτήν Ακολουθίαν.

          Ας προσευχηθώμεν δι’ εκείνους που μας υπηρετούν ή μας υπηρέτησαν κατά το παρελθόν.

          Ας προσευχηθώμεν δι’ εκείνους που μας αγαπούν, αλλά και δι’ όσους μας μισούν.

          Ας προσευχηθώμεν δι’ όσους εζήτησαν από ημάς τους αναξίους να προσευχώμεθα δι’ αυτούς.

          Ας προσευχηθώμεν δι’ εκείνους που πλέουν εις την θάλασσαν με καλούς σκοπούς (80).

          Ας προσευχηθώμεν δι’ εκείνους που είνε κατάκοιτοι λόγω ασθενείας.

          Ας προσευχηθώμεν και δια την άφθονον παραγωγήν των καρπών της γης.

          Ας προσευχηθώμεν και δι’ όλους τους μέχρι σήμερον αποθανόντας πατέρες και αδελφούς μας δι’ όλους όσοι με ευσέβειαν απέθανον, δι’ όλους τους ορθοδόξους, τόσον τους ταφέντας εδώ, όσον και τους απανταχού του κόσμου.

        

 

Ας είπωμεν δε και δια τους εαυτούς μας το:

Κύριε, ελέησον Κύριε, ελέησον Κύριε, ελέησον.

          Ώ Θεοτόκε, ο Γαβριήλ, καταληφθείς από δέος και θαυμασμόν ενώπιον της ωραιότητος την οποίαν είχεν η παρθενία σου,και της υπερβολικής λάμψεως, την οποίαν ηκτινοβόλει η αγνότης σου, ανεφώνει προς σε: Ποίον εγκώμιον, αντάξιον σου, να σου προσφέρω; Ποίαν δε ονομασίαν να σου δώσω; Δεν δύναμαι να εύρω ούτε εγκώμιον ούτε ονομασίαν ανταξίαν σού, και μένω εκστατικός ( ενώπιόν σου)  ( επειδή δε, δεν δύναμαι να εύρω λόγια αντάξια δια σε,) δι’ αυτό ( δεν λέγω τίποτε άλλο, παρά), ως με διέταξεν ο Θεός, βοώ προς σε: Χαίρε, σύ, που έλαβες από τον Θεόν πολλάς και εξαιρετικάς χάριτας!

 

 

 

 

 

Σ Η Μ Ε Ι Ω Σ Ε Ι Σ

 

1.                 Η φράσις «ο κλίνας τη καταβάσει τους ουρανούς» είνε εμπνευσμένη από τους Ψαλμούς. Ο Ψαλμός ιζ’ (στ. 10) λέγει ότι ο Θεός «έκλινεν ουρανούς και κατέβη», εννοών ότι ο Θεός κατήλθεν από τους ουρανούς δια να βοηθήση τον δούλον Του Δαυΐδ. (Ιδέ και Ψαλμ. ρμγ’ , 5.) Αλλ’ αυτό ήτο βεβαίως ποιητική έκφρασις, ίσως δε και προφητικός υπαινιγμός. Ο Θεός πραγματικώς μίαν φοράν εχαμήλωσε τους ουρανούς και κατέβη εις την γην: όταν έγινεν άνθρωπος εκ Πνεύματος Αγίου και Μαρίας της Παρθένου.

2.                  Η Παναγία ονομάζεται «Νύμφη ανύμφευτος», διότι ενώ κατέστη θεόνυμφος Μήτηρ του Ιησού Χριστού, έμεινε πάντοτε παρθένος και δεν εγνώρισεν άνδρα νυμφίον. Είνε λοιπόν και «νύμφη», εφ’ όσον συνέλαβε και εγέννησεν Υιόν – πράγμα που προϋποθέτει «γάμον» - και «ανύμφευτος» , εφ’ όσον η σύλληψις του Υιού της έγινεν όχι φυσικώς, αλλ’ εκ Πνεύματος Αγίου. Η Αειπάρθενος υπήρξε «Νύμφη Κυρίου».

3.                  Η φράσις «βίβλος εσφραγισμένη» ενθυμίζει το ε’ κεφ. της Αποκαλύψεως, όπου γίνεται λόγος περί «βιβλίου γεγραμμένου έσωθεν και όπισθεν, κατεσφραγισμένου σφραγίσιν επτά». Το μυστηριώδες έκείνο βιβλίον, ουδείς άλλος ηδυνήθη να ανοίξη πλήν του Αρνίου – Χριστού. Ο υμνωδός ονομάζει εδώ την Αειπάρθενον «Χριστού βίβλον έμψυχον εσφραγισμένην Πνεύματι», διότι: α’ ) Όπως το μυστηριώδες «βιβλίον» της Αποκαλύψεως περιείχε τα σωτηριώδη σχέδια της θείας Προνοίας δια το μέλλον, τοιουτοτρόπως και η Αειπάρθενος υπήρξε φορεύς του μεγάλου σχεδίου της θείας Προνοίας δια την σάρκωσιν του Υιού του Θεού και την σωτηρίαν μας.  β’ ) Όπως το «βιβλίον» εκείνο ήτο «εσφραγισμένον», τοιουτοτρόπως και η Παναγία ήτο αμόλυντος παρθένος. γ’) Όπως το «βιβλίον» εκείνο μόνο ο Ιησούς Χριστός ηδυνήθη να ανοίξη, ούτω και η Παρθένος μόνον του Ιησού Χριστού έγινε Μήτηρ, κατά τρόπον υπερφυσικόν, και ουδενός άλλου. – Η έννοια της λέξεως «εσφραγισμένη» δεν πρέπει να περιορισθή εις μόνην την παρθενίαν της Παναγίας, αλλά να επεκταθή και εις τα μέγιστα χαρίσματα με τα οποία εστόλισεν αυτήν το Πνεύμα το Άγιον. Δι’ αυτό ακριβώς ο ποιητής λέγει ότι η Αειπάρθενος είνε «εσφραγισμένη Π ν ε ύ μ α τ ι».

4.                  Ο Θεός ετιμώρησε, μετά την παρακοήν των, τον μεν Αδάμ να τρώγη με τον ιδρώτα του προσώπου του τον άρτον του έως ότου αποθάνη, την δε Εύαν να γεννά με ωδίνας τα τέκνα της (Γεν. γ’ 16-19), εξώρισε δε αμφοτέρους εκ του Παραδείσου. Η Θεοτόκος, δια της γεννήσεως του Λυτρωτού μας, έγινεν αιτία να απαλλαγούν και οι πρωτόπλαστοι και όλον το ανθρώπινον γένος από την δουλείαν της αμαρτίας και την καταδυναστείαν του Διαβόλου.

5.                 Η φράσις «χαίρε, θρόνε πύρινε του Παντοκράτορος» ενθυμίζει το χωρίον του προφήτου Δανιήλ (ζ’ ,9): «Εθεώρουν έως ότου οι θρόνοι ετέθησαν, και Παλαιός ημερών εκάθητο... Ο θρόνος αυτού φλόξ πυρός, οι τροχοί αυτού πυρ φλέγον». Η Παναγία, δεχθείσα εντός της τον Δημιουργόν, απετέλεσε πράγματι τον «πύρινον θρόνον», όπου εκάθησεν ο Θεός.

6.                  Η φράσις «οσφράδιον του  πάντων Βασιλέως», είνε δυνατόν να εννοηθή και δια τον Κύριον (όπως και την ερμηνεύομεν) και δια την Παναγίαν. Ενώπιον του Θεού και η Παναγία είνε μοναδική ευωδία. – Η λέξις «οσφράδιον» σημαίνει ισχυράν αρωματώδη ουσίαν, η οποία χρησιμεύει εις την ιατρικήν δια να συνέρχωνται οι λιποθυμούντες. Άρα εδώ το «οσφράδιον» σημαίνει το άρωμα, την ευωδίαν. Ο Κύριός μας λοιπόν είνε η υπερτάτη πνευματική ευωδία, είνε το «οσφράδιον» του ουρανίου Πατρός του, του «μόνου Βασιλέως». Επαναλαμβάνομεν ότι και η Παναγία, κατ’ άλλον βεβαίως αυτή τρόπον, είνε δυνατόν να θεωρηθή «οσφράδιον» του Βασιλέως Θεού.

7.                 Με την φράσιν «ως χώρα ανήροτος» ο ποιητής μας μεταφέρει εις την αγεώργητον γήν, εν αρχή της Δημιουργίας, η οποία, χωρίς αροτρίασιν και χωρίς σποράν, με μόνον το πρόσταγμα του Θεού, βλαστάνει τα φυτά της. (Γεν.  α’ , 11-12). Τοιουτοτρόπως και η Αειπάρθενος, χωρίς ανθρωπίνην μεσολάβησιν, χωρίς ανθρώπινον σπέρμα, δια μόνης της επισκέψεως του Αγίου Πνεύματος, βλαστάνει το θείον φυτόν της, τον Κύριόν μας και Σωτήρά μας.

8.                   Ο Μωϋσής, κατ’ εντολήν του Θεού, είχε κατασκευάσει εν τη «Σκηνή του Μαρτυρίου», όπου ελατρεύετο ο Θεός, μίαν χρυσήν τράπεζαν, επί της οποίας έθετον άρτους «εναντίον (ενώπιον) του Θεού δια παντός» (Εξ.   κε’,29. Πρβλ. και λθ’ , 18 και Λευϊτ. κδ’, 5-6 και Αρ. δ’, 7). Η Παναγία, ως «έμψυχος (ζώσα) τράπεζα», είχε μέσα της όχι υλικούς άρτους, αλλά τον «Άρτον της ζωής» (Ιωάν. ς’ , 35), τον Κύριόν μας Ιηούν Χριστόν.

9.                  Ο υμνωδός έχει κατά νουν το χωρίον Ιωάν. δ’ , 14. όπου ο Κύριος, συνομιλών μετά της Σαμαρείτιδος, λέγει εις αυτήν: «Ει ήδεις την δωρεάν του Θεού και τις έστιν ο λέγων σοι, δος μοι πιείν, συ αν ήτησας αυτόν, και έδωκεν αν σοι ύδωρ ζων…Ός δ’ αν πίη εκ του ύδατος ού εγώ δώσω αυτώ, ού μη διψήση εις τον αιώνα, αλλά το ύδωρ ό δώσω αυτώ γενήσεται εν αυτώ πηγή ύδατος αλλομένου εις ζωήν αιώνιον».

10.      Το «ιλαστήριον» ήτο το σκέπασμα της «Κιβωτού της Διαθήκης» (δηλαδή του κιβωτίου που περιρίχε τας πλάκας του Νόμου, τας οποίας ο Θεός έδωσεν εις τον Μωϋσήν). Επί του «ιλαστηρίου» αυτού ο Θεός εφανέρωνε τον Εαυτόν Του και ελάλει εις τον Ισραηλιτικόν λαόν (Εξ.  κε’, 16-21) και Λευϊτ. ις’, 2). Ερραντίζετο δε το «ιλαστήριον» με  το αίμα των θυσιαζομένων ζώων προς εξιλέωσιν των αμαρτιών του λαού (Λευϊτ. ις’, 10-16). Η Παναγία ονομάζεται «ιλαστήριον», διότι: α’ ) Δι΄ αυτής εφανερώθη ο Θεός εις τους ανθρώπους και ελάλησεν εις αυτούς, και β’ ) Με το αίμα που επήρεν ο Κύριος από΄αυτήν, έγινε θυσία δια τας αμαρτίας μας, έγινεν «ιλαστήριον» δι’ ημάς. («Το αίμα Ιησού Χριστού…καθαρίζει ημάς από πάσης αμαρτίας», «Αυτός ιλασμός εστι περί των αμαρτιών ημών» (Α’ Ιωάν. α’, 7,β’, 2).

11.    Η φράσις « όρθρος φαεινός» ενθυμίζει το χωρίον του Άσματος των Ασμάτων (ς’, 10): «Τις αύτη η εκκύπτουσα ωσεί όρθρος, καλή ως σελήνη, εκλεκτή ως ο ήλιος, θάμβος ως τετεγμέναι;» (Δηλαδή: Ποία είνε αυτή η οποία προβάλλει ως η αυγή, ωραία ως η σελήνη, λαμπρά ως ο ήλιος, και προκαλεί θάμβος, όπως προκαλούν αι παρατεταγμέναι στρατιωτικαί δυνάμεις;) Τα λόγια αυτά, λεγόμενα δια την συμβολικήν νύμφην του Άσματος, εφαρμόζονται κατ’ εξοχήν εις την Παναγίαν Μητέρα του Κυρίου, εις την θεόνυμφον Παρθένον. Ουδέν άλλο πρόσωπον εν ουρανώ και επί γης, ουδείς Άγγελος ή άνθρωπος, έχει την ωραιότητα και την λαμπρότητα της Παρθένου και προκαλεί τον θαυμασμόν που προκαλεί αυτή. Δανείσασα σάρκα εις τον Θεόν, κατέστη «η τιμιωτέρα των Χερουβείμ και η ενδοξοτέρα ασυγκρίτως των Σεραφείμ».

12.    Η φράσις έχει ληφθή από τον προφήτην Ιεζεκιήλ (μδ’ 1 κ. ε.). Ο προφήτης ούτος είδεν εν οράματι «την πύλην των αγίων ( του Ναού) την εξωτέραν την βλέπουσαν κατά ανατολάς, και αύτη ήν κεκλεισμένη». Ήκουσε δε από τον Θεόν, ότι «η πύλη αύτη κεκλεισμένη έσται, ουκ ανοιχθήσεται και ουδείς μη διέλθη δι’ αυτής, ότι Κύριος ο Θεός Ισραήλ εισελεύσεται δι’ αυτής, και έσται κεκλεισμένη». Θαυμασία πράγματι προτύπωσις της Θεοτόκου! Την «πύλην» αυτήν μόνος ο Κύριος «διώδευσε» , δηλαδή εγεννήθη εξ αυτής , αλλά και αφήκεν αυτήν πάλιν «κεκλεισμένην», ήτοι διεφύλαξεν αλώβητον την παρθενίαν αυτής. Ας παραληρούν αλώβητον την παρθενίαν αυτής. Ας παραληρούν οι αιρετικοί ότι η Μήτηρ του Κυρίου εγέννησεν ακολούθως και άλλα τέκνα δια της φυσικής οδού. Η Θεοτόκος ήτο Παρθένος «και προ τόκου και εν τόκω και μετά τόκον». Ουδείς άλλος πλην του Λόγου «διώδευσε» την «πύλην» του Θεού.

13.     Ο προφήτης Ησαΐας (ιθ’, 1) είδεν εν οράματι, ότι ο Κύριος «κάθηται επί νεφέλης κούφης και ήξει εις Αίγυπτον και σεισθήσεται τα χειροποίητα (είδωλα) Αιγύπτου από προσώπου Αυτού». Και τούτο είνε προτύπωσις της Παναγίας. Αύτη εχρησίμευσεν ως «Νεφέλη κούφη», δηλαδή ελαφρά, τρόπον τινά εξαϋλωμένη, επί της οποίας καθήμενος «ήλθεν Ιησούς ο υπέρθεος» εις την γην, η οποία ήτο γεμάτη από είδωλα όπως η παλαιά Αίγυπτος, και κατέλυσε την πλάνην και το σκότος, ωδήγησε δε προς το φως της αληθινής θεογνωσίας τους ανθρώπουςκαι έσωσεν αυτούς.

14. Η φράσις «όρος πίον και τετυρωμένον…» ενθυμίζει το χωρίον των Ψαλμών (ξζ’, 16) «όρος του Θεού, όρος πίον, όρος τετυρωμένον», που αναφέρεται εις την Ιερουσαλήμ (Σιών). Η Ιερουσαλήμ ήτο και αυτή προτύπωσις της Παναγίας.

15.   Ο Θεός έδωσεν εντολήν εις τον Μωϋσήν να κατασκευάση «λυχνίαν εκ χρυσίου καθαρού» ( Εξ. κε΄, 30 κ.ε.) και να την τοπαθετήση εις την Σκηνήν όπου ελατρεύτο ο Θεός. Η «λυχνία» αύτη είχεν «επτά λύχνους», ήτο δε προτύπωσις της Παναγίας, η οποία, ως αληθινή και ζώσα «Λυχνία», είχεν ως «Λύχνον» πάμφωτον τον Χριστόν, το «φως του κόσμου» ( Ιωάν.η’, 12).

16.   Όταν οι Ιουδαίοι εξήλθον εκ της Αιγύπτου και περιεπλανώντο εις την έρημον, εγγόγυζον κατά του Θεού δι’ έλλειψιν τροφής. Ο Θεός τότε έστειλεν εις αυτούς μίαν ουράνιον τροφήν, που την ωνόμασαν οι ίδιοι «μάννα» (Εξ. ις’, 13 κ.ε.). Ο Μωϋσής δε είπεν εις τον Ααρών να γεμίση με «μάννα» εν δοχείον, μίαν στάμνον χρυσήν, και να εναποθέση αυτήν εις την « Κιβωτόν της Διαθήκης» , μέσα εις την «Σκηνήν του Μαρτυρίου» (Εξ. ις’ , 33-34), ώστε να ενθυμίζη διαρκώς εις τους Ισραηλίτας το θαύμα αυτό του Θεού. Η στάμνος αύτη ήτο προτύπωσις της Θεοτόκου, η οποία έφερεν εντός της τον «Άρτον της ζωής» (Ιωάν.   ς’, 35), τον Κύριον Ιησούν , ο Οποίος είνε δια τους πιστούς τροφή πραγματική εν τω Μυστηρίω της θ. Ευχαριστίας, απείρως γλυκυτέρα του παλαιού «μάννα».

17.   Βλ.   την υπ’ αριθμόν 10 σημείωσιν.

18.   Ο Ιακώβ είδεν εις τον ύπνον του «κλίμακα εστηριγμένην εν τη γη, ής η κεφαλή αφικνείτο εις τον ουρανόν…ο δε Κύριος επεστήρικτο επ’ αυτής» ( Γεν.  κη’ , 12 – 13 ). Η Θεοτόκος είνε πράγματι «κλίμαξ» («σκάλα»), διότι δι’ αυτής κατήλθεν ο Θεός από τον ουρανόν εις την γην και ανύψωσε τους ανθρώπους από την γην εις τον ουρανόν.

19.   Η φράσις «γης το θεμέλιον» δεν αναφέρεται υπό του υμνωδού εις την Θεοτόκον , όπως έγραψαν εσφαλμένως ερμηνευταί τινες, αλλ’ εις τον Κύριον. Η Θεοτόκος «ε β ά σ τ α σ ε ν» ακόπως εν τη κοιλία της «γης το θεμέλιον», δηλαδή τον Ιησούν Χριστόν. Η φράσις «ακόπως βαστάσασα» σημαίνει ότι η Θεοτόκος εκυοφόρησε τον Υιόν της χωρίς να αισθανθή ουδόλως κόπον ή βάρος. Ο Κύριός μας συνελήφθη α σ π ό ρ ω ς, εκυοφορήθη α κ ό π ω ς, εγεννήθη α ν ω δ ί ν ω ς.

20.   Η φράσις «πλέξασα αχειρόπλοκον στέφανον» είνε δυνατόν να λάβη δύο ερμηνείας: α’ ) Η Θεοτόκος έδωσε σάρκα εις τον Κύριον, «έπλεξε στέφανον» επειδή όμως ο Κύριος συνελήφθη ασπόρως, είνε στέφανος «αχειρόπλοκος».   β’ Η Θεοτόκος έδωσε σάρκα, «έπλεξε στέφανον», εις τον άκτιστον και αδημιούργητον (αχειρόπλοκον») Θεόν. Η πρώτη δηλαδή ερμηνεία και τας δύο λέξεις («πλέκω» – «αχειρόπλοκος») αναφέρει εις την ανθρωπίνην φύσιν του Κυρίου˙ η δευτέρα ερμηνεία όμως την μίαν λέξιν («πλέκω») αναφέρει εις την ανθρωπίνην φύσιν του Κυρίου και την άλλην («αχειρόπλοκος») εις την θείαν.

21.  Ο Κύριος είπεν: «Εγώ ειμι η οδός και η αλήθεια και η ζωή˙ ουδείς έρχεται προς τον Πατέρα ειμή δι’ εμού» (Ιωάν. ιδ’ , 6). Άλλη οδός οδηγούσα εις το φως, εις την ζωήν, εις την αλήθειαν, εις την Βασιλείαν του Θεού, δεν υπάρχει. Ο Κύριος είνε η μοναδική οδός.

22.  Όταν ο Θεός έκαμε τον παλαιόν κατακλυσμόν, ο Νώε και τα μέλη της οικογένείας του εσώθησαν με την Κιβωτόν (Γεν.κεφ.  ς’, κ.ε.). Ο κόσμος όμως εκτός από αυτόν τον φυσικόν κατακλυσμόν, εγνώρισε και άλλον κατακλυσμόν, πνευματικόν: Τον κατακλυσμόν της αμαρτίας. Η Παναγία, γεννήσασα Εκείνον που είνε «η οδός της ζωής», μας έσωσεν από αυτόν τον κατακλυσμόν και μας ωδήγησεν εις τας υψηλάς κορυφάς της αγίας ζωής, εκεί όπου τα κύματα της αμαρτίας δεν ημπορούν να φθάσουν.

23.   Η φράσις «πυρίμορφον όχημα» ενθυμίζει το «άρμα πυρός» (το πύρινον δηλαδή, το φλεγόμενον άρμα», με το οποίον ο προφήτης Ηλίας ανελήφθη προς τους ουρανούς (Δ’ Βασιλ.  β’ , 11). Η Θεοτόκος, ως «πυρίμορφον όχημα» , είχε μέσα εις την κοιλίαν της τον Λόγον του Θεού, τον Βασιλέα του σύμπαντος.

24.  Ο παλαιός Παράδεισος της Εδέμ είχεν εντός του, ως κέντρον του, το «ξύλον της ζωής» (Γεν.    β’  9,). Η Παναγία, ως έμψυχος και ζων Παράδεισος, είχεν εντός της κοιλίας της την αρχήν και το τέλος και το κέντρον των πάντων, τον Θεάνθρωπον Ιησού Χριστόν, ο Οποίος είνε όντως το «ξύλον της ζωής» και δίδει ζωήν απείρως καλλιτέραν και ανωτέραν εκείνης την οποίαν έδιδε το δένδρον του Παραδείσου της Εδέμ. Ο «γλυκασμός» των καρπών του δένδρου αυτού, δηλαδή το Σώμα και το Αίμα του Κυρίου, το Μυστήριον της θ. Ευχαριστίας, ανιστά και ζωοποιεί όλους εκείνους που εθανάτωσεν η αμαρτία.

25.  Η φράσις έχει ληφθή από τους Ψαλμούς (πς’   ,  3), όπου λέγεται: «Δεδοξασμένα ελαλήθη περί σού, η πόλις του Θεού». Πρόκειται βεβαίως περί της αγίας πόλεως Ιερουσαλήμ, η οποία όμως, ως είπομεν και προηγουμένως, ήτο εις πολλά προτύπωσις της Παναγίας. Αν εις την Ιερουσαλήμ υπήρχεν ο Ναός όπου ελατρεύετο ο Θεός, η Παναγία έγινεν η ιδία έμψυχος Ναός, πραγματική κατοικία της Θεότητος. Πόσον λοιπόν μεγαλυτέρα η δόξα της Θεοτόκου!

26.  Εις τον προφήτην Δανιήλ (β’  , 34-35) ανατρέχει προφανώς ο ποιητής. Εκεί αναφέρεται εν αποκαλυπτικόν όνειρον, κατά το οποίον εκ τινος όρους «ετμήθη (εκόπη) λίθος άνευ χειρών» και συνέτριψεν εν πελώριον άγαλμα, ακολούθως δε ο λίθος αυτός εμεγάλωσε και έγινεν όρος που εκάλυψεν όλην την γην. Η Παναγία συγκρίνεται προς το όρος αυτό του Δανιήλ, διότι εξ αυτής, άνευ ανθρωπίνης μεσολαβήσεως, προήλθε κατά σάρκα ο Χριστός, ο ακρογωνιαίος Λίθος του σύμπαντος. Η διδασκαλία δε του Κυρίου κατ’ αρχάς μεν προσείλκυσεν ολίγους, έπειτα όμως εξηπλώθη εις όλην την οικουμένην, όπως ο μικρός λίθος.

27.  Ο υμνωδός ονομάζει την Θεοτόκον «περιήχημα» των προφητών, έχων υπ’ όψιν του όχι μόνον την σαφή προφητείαν του Ησαΐου «Ιδού η Παρθένος εν γαστρί έξει και τέξεται υιόν και καλέσεις το όνομα αυτού Εμμανουήλ» (Ης.   ζ’ , 14), αλλά και πλείστας προτυπώσεις της Θεοτόκου, αι οποίαι απαντούν εις τους προφήτας, από του Μωϋσέως μέχρι του Δανιήλ. Η ράβδος του Ααρών, η στάμνος του μάννα, η κιβωτός της Διαθήκης, η τράπεζα της προθέσεως, η χρυσή λυχνία, η κεκλεισμένη πύλη, το αλατόμητον όρος κ.τ.λ. κ.τ.λ. τι άλλο ήσαν ειμή σύμβολα και προτυπώσεις της Θεοτόκου; Ποίαν άλλην «προκατήγγειλε των προφητών ο σύλλογος στάμνον και ράβδον και πλάκα και αλατόμητον όρος»; (Εξαποστειλάριον της 21ης Νοεμβρίου.) «Ρήσεις προφητών και αινίγματα (υπαινιγμοί) την σάρκωσιν (του Χριστού υπέφηναν την εκ Παρθένου». (Καταβασία της 15ης Αυγούστου.) Δι’ αυτό η Παρθένος είνε το «περήχημα». ( Δοξαστικόν του Εσπερινού της 8ης Σεπτεμβρίου).

28. Ο κριτής του Ισραήλ Γεδεών, όταν εκλήθη από τον Θεόν να σώση τον Ισραήλ, είχε ζητήσει έν θαύμα εις απόδειξιν ότι όντως θα σωθή ο Ισραηλιτικός λαός δι’ αυτού. Το θαύμα συνίστατο εις τούτο: Ενώ πανταχού θα υπήρχε ξηρασία την επομένην πρωΐαν, εις ένα «πόκον ερίου» («ποκάρι» μαλλιών), το οποίον  ο Γεδεών έθεσεν έξω εις το ύπαιθρον, θα υπήρχε δρόσος. Ο Θεός επετέλεσε το θαύμα και ο «πόκος» είχε τόσην δρόσον, ώστε ο Γεδεών, πιέσας τον «πόκον», εγέμισε μίαν λεκάνην ύδατος (Κριτ.  ς’ , 37 κ.ε.). ο υμνωδός ονομάζει «πόκον ένδροσον» την Παναγίαν, διότι αύτη, όλως θαυματουργικώς και υπερφυσικώς, συνέλαβε και εγέννησε τον Κύριον, ο Οποίος, ως ουράνιος δρόσος, κατήλθεν εις αυτήν ησύχως και αθορύβως, χωρίς να προξενήση φθοράν εις την παρθενίαν της.

29. Ο Μωϋσής, ευρισκόμενος εις τους πρόποδας του όρους Χωρήβ, αντελήφθη φλόγας εις μίαν βάτον. Επλησίασε και είδε τότε «ότι ο βάτος καίεται πυρί, ο δε βάτος ού κατεκαίετο» (Εξ.   γ’ , 2). Η βάτος αυτή προεικόνιζε την Παναγίαν, η οποία, καίτοι εδέχθη εντός της το φοβερόν πύρ της Θεότητος, εν τούτοις, κατά τρόπον θαυμαστόν και υπερφυσικόν, δεν εκάη.

30. Κατά την έξοδον των Ισραηλιτών εκ της Αιγύπτου ο Θεός εσκέπαζε και επροστάτευεν αυτούς κατά την ημέραν με μίαν νεφέλην, η οποία τους εδείκνυε και την οδόν που έπρεπε να βαδίσουν, κατά δε την νύκτα τους εφώτιζε με ένα «στύλον πυρός» (Εξ.    ιγ’ , 21). Επίσης πολύ συχνά εις την Παλαιάν Διαθήκην ο Θεός ή η «δόξα Κυρίου» εμφανίζεται εν νεφέλη (Εξ.  ις’ ,10, κδ’, 15 κ.τ.λ.). Η νεφέλη αύτη ήτο η φανέρωσις της δόξης του Θεού, της παρουσίας του Θεού. Η Παναγία υπερβαίνει ασυγκρίτως την παλαιάν νεφέλην, διότι δι’ αυτής έλαμψεν εις τον κόσμον σωματικώς αυτός ο Θεός. Ρίπτει δε την προστατευτικήν σκιάν της επί όλων των πιστών και τους οδηγεί με το παράδειγμά της και με τας πρεσβείας της προς την νέαν Γην της Επαγγελίας, την Άνω Ιερουσαλήμ, την Βασιλείαν των Ουρανών.

31. Η φράσις ενθυμίζει το χωρίον των Ψαλμών (ργ’ , 15) «και οίνος ευφραίνει καρδίαν ανθρώπου». Αν ο υλικός οίνος ευφραίνη τον άνθρωπον, πόσον μάλλον ευφραίνει και ζωοποιεί αυτόν ο θείος και ουράνιος Οίνος, το γλυκύτατον Αίμα του Κυρίου μας, το οποίον πίνομεν εν τω Μυστηρίω της θ. Ευχαριστίας!...

32. Εις την Παλαιάν Διαθήκην η ξηρά ράβδος του Ααρών εβλάστησε θαυματουργικώς ˙ «εξήνεγκε βλαστόν και εξήνθησεν άνθη» (Αρ.  ιζ’ , 23). Και αυτό το θαύμα ήτο προτύπωσις της γεννήσεως του Κυρίου εκ της Παναγίας, η οποία, ενώ ήτο Παρθένος, εγέννησεν Υιόν. Θαύμα μέγα το να ανθήση η ξηρά ράβδος! Αλλά θαύμα απείρως μεγαλύτερον και παραδοξότερον το να γεννήση η Παρθένος!

33. Ο προφήτης Ησαΐας έλαβε παρά Θεού την διαταγήν να γράψη εις «τόμον καινού μεγάλου « (δηλαδή εις πίνακα καινουργή και μέγαν) προφητείαν περί μελλόντων πραγμάτων (Ησ.η’ , 1). Ο υμνωδός ονομάζει την Παναγίαν «τόμον», δηλαδή πίνακα, βιβλίον, εις το οποίον έχει γραφή, όχι δια χειρός ανθρώπου, αλλά δια του δακτύλου του Θεού Πατρός,  ο Υιός και Λόγος του Θεού. Με αυτό εννοεί ότι η γέννησις του Κυρίου έγινεν υπερφυσικώς, δια μόνης της προσταγής του Θεού.

34. Εν τη Αποκαλύψει του Ιωάννου (κα’, 27) αναφέρεται , ότι εις την Άνω Ιερουσαλήμ ουδείς άλλος θα εισέλθη «ειμή οι γεγραμμένοι εν τω βιβλίω της ζωής του αρνίου». (Βλ. και γ’ , 5, ιγ’, 8 και κ’, 12 και Φιλιπ. δ’ , 3). Ο υμνωδός ζητεί από την Θεοτόκον να ικετεύση τον Υιόν της, ίνα γράψη ημάς εις αυτό το βιβλίον, όπου αναγράφονται οι λυτρωθέντες δια του αίματος του Κυρίου και προοριζόμενοι δια την αιώνιον Αυτού Βασιλείαν. Οι άνθρωποι χαίρουν πολλάκις, διότι το όνομά των εγράφη εις επίσημα βιβλία του κόσμου τούτου, εις Καταλόγους δηλαδή επισήμων προσώπων, Υπουργών, Καθηγητών Πανεπιστημίων, Πρεσβευτων κ.τ.λ. Αλλ’ οι Κατάλογοι αυτοί είνε φευ! τόσον μάταιοι! Μόνον αν το όνομά μας γραφή εις τον Κατάλογον του Ουρανού, εις το αιώνιον και αθάνατον «βιβλίον της ζωής του αρνίου», πρέπει να χαίρωμεν.

35. Ο βασιλεύς της Βαβυλώνος Ναβουχοδονόσορ κατεσκεύασε μίαν πελωρίαν «εικόνα χρυσήν» και διέταξεν όλους να προσφέρουν εις αυτήν λατρευτικάς τιμάς. Οι τρείς ευσεβείς Ισραηλίται νέοι Ανανίας , Αζαρίας και Μισαήλ, πιστοί υπήκοοι του αληθινού Θεού, ηρνήθησαν να προσκυνήσουν το είδωλον αυτό. Ο βασιλεύς τότε διέταξε να τους ρίψουν εις την κάμινον του πυρός, αφού αύτη πυρακτωθή «επταπλασίως». Η διαταγή του βασιλέως εξετελέσθη και οι τρείς νέοι ερρίφθησαν δεμένοι εις τας φλόγας της φοβεράς καμίνου. «Ο δε Άγγελος Κυρίου συγκατέβη άμα τοις περί τον Αζαρίαν εις την κάμινον και εξετίναξε την φλόγα του πυρός εκ της καμίνου και εποίησε το μέσον της καμίνου ως πνεύμα δρόσου διασυρίζουν» ( Δαν. κεφ. γ’ ). Ποίος ήτο άραγε ο Άγγελος αυτός; Ήτο απλούς Άγγελος; Ο νεώτερος Πατήρ της Εκκλησίας μας, ο θείος Νικόδημος ο Αγιορείτης, λέγει περί αυτού τα εξής: «Ο Άγγελος ούτος δεν ήτον ένας από τους απλούς Αγγέλους, αλλ’ ήτον ο μονογενής Υιός και Λόγος του Θεού και Πατρός , ο της μεγάλης βουλής Άγγελος, Όστις δια της συγκαταβάσεως Του ταύτης ε π ρ ο μ ή ν υ ε  την δια σαρκός αυτού προς ημάς γενησομένην κατάβασιν.» («Εορτοδρόμιον» σελ.45). Την γνώμην αυτήν, στηριζομένην και εις τινά χωρία παλαιοτέρων Πατέρων, ευνοεί και η υμνογρφία της Εκκλησίας μας. Βλ. π.χ. τους ειρμούς της η’ Ωδής των Κανόνων της Υψώσεως του Τιμίου Σταυρού («….υμνείτε τον συγκαταβάντα Λόγον και το πυρ εις δρόσον μεταποιήσαντα…»),   της   Υπαπαντής του Κυρίου («Σε  τον  εν πυρί δροσίσαντα παίδας θεολογήσαντας και Παρθένω ακηράτω ενοικήσαντα Θεόν Λόγον υμνούμεν …») και της Κοιμήσεως της Θεοτόκου («Φλόγα δροσίζουσαν οσίους, δυσσεβείς δε καταφλέγουσαν, Άγγελος Θεού ο πανσθενής έδειξε παισί ζωαρχικήν δε πηγήν ειργάσατο την Θεοτόκον…»). Παράβαλε ακόμη και τον ειρμόν της ζ’   Ωδής του Μ.Σαββάτου «….Ο εν καμίνω ρυσάμενος τους οσίους παίδας εκ φλογός, εν τάφω νεκρός άπνους κατατίθεται…», ως και τινα έτερον ειρμόν ζ’ Ωδής «Θεού συγκατάβασιν το πυρ ηδέσθη εν Βαβυλώνι ποτε…».

Ο ποιητής του Κανόνος του Ακαθίστου Ύμνου, λέγων δια τον Κύριον την φράσιν «τότε μεν τυπούμενος», ή εκλαμβάνει τον εις την κάμινον κατελθόντα «Άγγελον» ως απλούν Άγγελον, προτυπούντα τον εκ Παρθένου θαυμαστώς τεχθέντα Κύριον, ή εκλαμβάνει αυτόν ως τον Υιόν και Λόγον του Θεού και βλέπει το σχήμα του Αγγέλου, που έλαβε τότε, ως προτύπωσιν και ως προμήνυμα της μελλούσης σαρκώσεώς Του.

36. Βλ. την υπ’ αριθ. 29 σημείωσιν.

37. Ο ποιητής αναφέρεται εις την εξαπάτησιν των πρωτοπλάστων υπό του Σατανά με μορφήν όφεως. Τότε οι πρωτόπλαστοι, αφού δηλαδή εξηπατήθηκαν και έφαγον εκ του απηγορευμένου δένδρου, «έγνωσαν ότι  γυμνοί ήσαν και έρραψαν φύλλα συκής και εποίησαν εαυτοίς περιζώματα» (Γεν. γ’ , 7). Πλήν αυτής όμως της γυμνώσεως, οι πρωτόπλαστοι υπέστησαν και άλλην γύμνωσιν: Εγυμνώθησαν και από τα θεία χαρίσματα με τα οποία τους είχε κοσμήσει ο Θεός, καθώς και από την οικειότητα και παρρησίαν που είχον προς τον Δημιουργόν των. Η Παναγία εγέννησεν Εκείνον ο Οποίος μας ενέδυσεν «στολήν αφθαρσίας» και μας «προσήγαγε προς τον Πατέρα» (Εφεσ. β’ ,18).

38. Η λέξις «λαμπαδουχούμενος»    (εκ του «λαμπαδούχος») είνε σπανιωτάτη. Ίσως δεν απαντά εις ουδένα εκ των παλαιών (κλασικών) συγγραφέων. Απαντά εις αυτούς το ρήμα, αλλά μόνον εις την ενεργητικήν του φωνήν (λαμπαδουχώ). Επειδή δε το «λαμπαδουχώ» σημαίνει κρατώ εις χείρας λαμπάδας, επομένως φωτίζω, το «λαμπαδουχούμαι» σημαίνει προφανώς φωτίζομαι, δέχομαι ελλάμψεις. Άρα «λαμπαδουχούμενος», τω πνεύματι» ( η λέξις «πνεύματι» του κειμένου πρέπει να συνδεθή προς το επόμενον «λαμπαδουχούμενος», και όχι προς το προηγούμενον «σκιρτάτω»), σημαίνει : «δεχόμενος εις το πνεύμα του θείας ελλάμψεις». Αν δε η λέξις «πνεύματι» θεωρηθή ως αναφερομένη εις το Άγιον Πνεύμα («…σκιρτάτω , τω Πνεύματι λαμπαδουχούμενος»), τότε θα έχωμεν την εξής έννοιαν: «Όλοι οι εκ της γης πλασθέντες άνθρωποι ας σκιρτούν εξ αγαλλιάσεως, φωτιζόμενοι και λαμπρυνόμενοι από το Άγιον Πνεύμα…».

39. Βλ. την υπ’ αριθμόν 30 σημείωσιν.

40. Εις το Άσμα Ασμάτων (α’ ,3) λέγεται δια τον Χριστόν «Μύρον εκκενωθέν όνομά σου». Ο Χριστός ονομάζεται «μύρον», το οποίον (εκ) κενούται (πρβλ. Φιλιπ. β’ , 7)˙ δηλαδή ο Λόγος του Θεού ταπεινώνεται με το να γίνη άνθρωπος. Η «κένωσις» αυτή του Θεού Λόγου γίνεται εν τη σαρκώσει Του, αλλά παραμένει ο  Ίδιος Θεός αναλλοίωτος˙ δια τούτο και λέγεται «μύρον ακένωτον».

41. Ο υμνωδός έχει εις την σκέψιν του την περιστεράν του Νώε, η οποία αποστέλλεται υπ’ αυτού έξω της Κιβωτού και επιστρέφουσα φέρει «φύλλον ελαίας», εις απόδειξιν ότι ο κατακλυσμός εκόπασε (Γεν.  η’  , 8-11). Ο «ελεήμων» Χριστός, τον Οποίον έφερεν εις τον κόσμον η αγία «Περιστερά», η Θεοτόκος , είνε η «καλλιέλαιος» (Ρωμ. ια’ , 24). Ο κλάδος ελαίας που έφερεν η περιστερά του Νώε, ήτο σύμβολον ειρήνης Θεού και κόσμου˙ ο «ελεήμων» Χριστός, τον Οποίον εγγένησεν η Παναγία, είνε η μοναδική και τελεία «ε ι ρ ή ν η» ημών (Εφεσ. β’ , 14 κ.ε.) και η «καταλλαγή» (συμφιλίωσις) ημών προς τον Θεόν (Ρωμ. ε’, 11).

42. Πολλάς φοράς ο Θεός έστειλεν Αγγέλους να διαβιβάσουν μηνύματα Του εις ανθρώπους, ως βλέπομεν εις την Αγία Γραφήν. Ουδέποτε όμως τα μηνύματα αυτά περιείχον την λέξιν «χαίρε!» . Η γη ήτο πάντοτε κατηραμένη και η θλίψις – αποτέλεσμα της αμαρτίας – εσφράγιζεν όλα τα πλάσματα του Θεού. Τώρα όμως ευρισκόμεθα εμπρός εις την χαραυγήν της λυτρώσεως. Το «σκεύος της εκλογής» ευρέθη. Είνε η Παρθένος Μαρία. Ήλθε λοιπόν «το πλήρωμα του χρόνου». Ο Θεός έχει πλέον τόπον καθαρόν διά να κατοικήση εν τη γή. Και, «κλίνας ουρανούς», κατέρχεται δια να καταργήση την λύπην και να παύση τα δάκρυα. Δι’ αυτό ο Άγγελος ευαγγελίζεται την Παρθένον: «Χαίρε!» Την λύπην διαδέχεται πλέον η χαρά, την κατάραν η ευλογία, τους στεναγμούς οι αλαλαγμοί. Η Εκκλησία μας από την στιγμήν της γεννήσεως της Παρθένου υπό των αγίων γονέων της ψάλλει: «Σήμερον της παγκοσμίου χαράς τα προοίμια…» (Στιχηρόν ιδιόμελον του Εσπερινού της 8ης Σεπτεμβρίου.)

43. Βλ. την υπ’ αριθμόν 4 σημείωσιν.

44. «Βουλή απόρρητος» του Θεού ήτο το σχέδιον της σαρκώσεως του Λόγου και της υπ’ Αυτού σωτηρίας μας. Η Παρθένος καθίσταται ήδη «μύστις» αυτής της απορρήτου βουλής», ήτοι καθίσταται κοινωνός των θείων βουλών, εισάγεται εις την γνώσιν των σχεδίων του Θεού.

45. Η φράσις αύτη δύναται να λάβη πολλάς ερμηνείας. Σημειωτέον δε ότι υπάρχουν και χειρόγραφα με την γραφήν «σ ι γ ή δεομένων   π ί σ τ ι ς», ήτοι « π ί σ τ ι ς  αυτών που προσεύχονται εν σιγή». Είνε προτιμοτέρα  η γραφή «σιγής δεομένων πίστις», διότι αύτη αντιστοιχεί προς την φράσιν του προηγουμένου στίχου «βουλής απορρήτου μύστις». Ό,τι ανωτέρω ο ποιητής ωνόμασεν «απόρρητον βουλήν», κατωτέρω ονομάζει, εν πληθυντικώ αριθμώ, «σιγής δεόμενα», ήτοι ανέκφραστα, ανερμήνευτα, μυστηριώδη πράγματα. Η Παναγία λοιπόν επίστευσεν απολύτως εις τα απερινόητα μυστήρια, τα οποία εις αυτήν και δι’ αυτής επετέλεσεν ο Θεός , και τοιουτοτρόπως απέβη η προσωποποίησις της τελείας πίστεως εις πράγματα τα οποία γίνονται δεκτά όχι με συζητήσεις και ερεύνας της ταλαιπώρου ανθρωπίνης λογικής, αλλά με ταπείνωσιν και σιγήν. Την ακράδαντον πίστιν της Παναγίας εις όσα θαυμαστά και παράδοξα της είπεν ο Θεός δια του Αγγέλου , επήνεσε και η «πλησθείσα Πνεύματος Αγίου» συγγενής της Ελισάβετ, η οποία είπεν εις αυτήν: «Μακαρία η π ι σ τ ε ύ σ α σ α  ότι έσται τελείωσις της λελαλημένοις αυτή παρά Κυρίου» (Λουκ.  α’ , 45). – Άλλη ερμηνεία θα ήτο η εξής: Η Παναγία είνε δι’ ημάς η διαπίστωσις , η βεβαίωσις η απόδειξις των πραγμάτων που γίνονται δεκτά με σιγήν, με ταπείνωσιν, με υποταγήν. Βλέποντες δηλαδή τα όσα θαυμαστά έγιναν εις αυτήν, αποκτώμεν βεβαιότητα περί της αληθείας και των άλλων θαυμαστών και υπέρ νουν και έκφρασιν πραγμάτων της Θρησκείας μας.

46. Η Θεοτόκος έχει βασικήν και θεμελιώδη θέσιν εις την Χριστιανικήν Πίστιν. Και μόνη η λέξις  Θ ε ο τ ό κ ο ς  αποτελεί συγκεφαλαίωσιν των δογμάτων της Πίστεώς μας. Τούτο το όνομα, λέγουν οι Πατέρες, «άπαν το μυστήριον της οικονομίας συνίστησιν ˙ ει γαρ Θεοτόκος η γεννήσασα, πάντως Θεός ο εξ αυτής γεννηθείς, πάντως δε και άνθρωπος»  (Ι.Δαμασκηνού «Έκδοσις ακριβής της ορθοδόξου Πίστεως», Γ’  ,  12). Δι’ αυτό και κατωτέρω (οίκος 8ος ) ονομάζεται η Παρθένος «στερρόν της Πίστεως έρεισμα», ήτοι ασάλευτον β ά θ ρ ο ν  της Πίστεως. Η λέξις Θ ε ο τ ό κ ο ς  αποτελεί κυματοθραύστην  των αιρέσεων.

47. Βλ. την υπ’ αριθμόν 18 σημείωσιν.

48. Ο Χριστός είνε το «φως του κόσμου» και όποιος Τον ακολουθεί «ου μη περιπατήση εν τη σκοτία, αλλ’ έξει το φως της ζωής»  (Ιωάν. η’  , 12).

49. Η φράσις «λειμώνα της τρυφής αναθάλλεις» ενθυμίζει τον «Παράδεισον (κήπον) της τρυφής» (Γεν. β’ , 15), μέσα εις τον οποίον ο Θεός ετοποθέτησε τους πρωτοπλάστους. Επειδή εχάσαμεν εκείνον τον «λειμώνα της τρυφής» λόγω της παρακοής μας, η Παναγία κάμνει τώρα να βλαστάνη χάριν ημών νέος «λειμών τρυφής», απείρως τερπνότερος του παλαιού. Ποίος  ο νέος «λειμών»; Ο Χριστός , η διδασκαλία Του, τα Μυστήριά Του˙ με μίαν λέξιν: η Εκκλησία Του.

50. Το θυμίαμα ανέκαθεν εθεωρήθη σύμβολον της προσευχής . «Κατευθυνθήτω η προσευχή μου ως θυμίαμα ενώπιόν σου» (Ψαλμ. ρμ’  , 2), έλεγεν ο Δαυΐδ. Ο Ιωάννης δε ομιλεί εις την Αποκάλυψίν του περί των είκοσι τεσσάρων πρεσβυτέρων, οι οποίοι «έπεσαν ενώπιον του αρνίου, έχοντες έκαστος κιθάραν και φιάλας χρυσάς γεμούσας θυμιαμάτων, αί εισίν αι προσευχαί των αγίων» (Αποκ. ε’ , 8).

51. Η φράσις του υμνωδού «αμνός ά μ ω μ ο ς υπενθυμίζει, ως νομίζομεν, τον «άμωμον αμνόν» της Παλαιάς Διαθήκης. (Εξ. κθ’  ,  38, Λευϊτ.  α’ , 10, γ’  , 6  κ.α.), δηλαδή τον χωρίς σωματικόν ελάττωμα αμνόν, ο οποίος προσεφέρετο θυσία δια την εξιλέωσιν των αμαρτιών του λαού. Ο υμνωδός θέλει άραγε να είπη μόνον, ότι ο Κύριος εφανερώθη όχι ως μέγας και ισχυρός Ηγεμών (Ποιμήν λαών), αλλ’ αδύνατος και ταπεινός ως μικρόν αρνίον; Φρονούμεν ότι ο υμνωδός θέλει να είπη και αυτό βεβαίως , αλλά και τούτο επί πλέον: ότι ο Κύριος εφανερώθη από αυτήν ακόμη την στιγμήν της γεννήσεώς Του ως αρνίον π ρ ο ο ρ ι ζ ό μ ε ν ο ν  δια θυσίαν . Η λέξις «άμωμος» δεν είνε δυνατόν παρά να έχη αναφοράν εις την θυσίαν, αφού ρητή ήτο η εντολή της Παλαιάς Διαθήκης, όπως οι θυσιαζόμενοι αμνοί είνε  «άμωμοι».

52. Ωραιοτάτη η έκφρασις «Αστέρος αδύτου Μήτηρ». Πράγματι! Πολλοί άνθρωποι έλαμψαν κατά καιρούς ως αστέρες. Βασιλείς , κυβερνήται, στρατηλάται, εφευρέται, μεγιστάνες του πλούτου, φιλόσοφοι , λογοτέχναι, ηθοποιοί , ακόμη και …ποδοσφαιρισταί, εθεωρήθησαν ως αστέρες περίλαμπροι και εκατομμύρια ανθρώπων επεθύμησαν να είχον την δόξαν των. Όλων όμως αυτών των «αστέρων» η λάμψις ήτο φευγαλέα και παροδική. Απήλθον εκ του ματαίου τούτου κόσμου και το «μνημόσυνον αυτών απώλετο μετ’ ήχου». Ούτε τα ονόματά των πολλάς φοράς δεν διέσωσεν η ιστορία. Πόση διαρορά μεταξύ αυτών και του Υιού της Παρθένου! Αυτός σελαγίζει συνεχώς εις τους αιώνας και καταυγάζει με το θείον φως Του όλους τους κόσμους, ορατούς και αοράτους. Ο χρόνος που παρέρχεται δεν μειώνει την λάμψιν Του. Τρισεκατομμύρια ηλίων αδυνατούν να φωτίσουν όσον μία ακτίς Του. Κάποτε όλοι οι αστερισμοί και όλα τα ηλιακά συστήματα του Σύμπαντος , ωχραί και ασθενείς εικόνες της ιδικής Του λαμπρότητος , θα εκλείψουν. Ο Υιός της Παρθένου όμως, ο «ά δ υ τ ο ς   Αστήρ», θα εξακολουθήση να ακτινοβολή και τότε το γλυκύ και ιλαρόν φως Του και θα φωτίζη την Πόλιν του Θεού , την Άνω Ιερουσαλήμ, εις τους αιώνας των αιώνων (Αποκ. κα’ , 23 κβ’  ,  5).

53. Ο υμνωδός δεν αρκείται να είπη μόνον ότι η Θεοτόκος εξεθρόνισε τον α π ά ν θ ρ ω π ο ν   τύραννον, τον Διάβολον, αλλά τονίζει και το γεγονός ότι μας έφερεν αυθέντην  φ ι λ ά ν θ ρ ω π ο ν. Ο  Υιός της Παρθένου δεν είνε σκληρός και βάναυσος Δεσπότης, όπως οι παλαιοί «κύριοι» που ετέρποντο με το να βασανίζουν τους δούλους των, αλλ’ είνε Κύριος γλυκύτατος, εύσπλαγχνος, πλήρης αγάπης και επιεικείας…. Η Θεοτόκος λοιπόν, γεννήσασα τον Υιόν του Θεού , μας απήλλαξεν από την καταδυναστείαν του στυγνού και απανθρώπου τυράννου και μας ωδήγησεν εις την Βασιλείαν του Ελέους και της Χάριτος, εις την Βασιλείαν του « αιώνιον αγάπησιν» αγαπήσαντος ημάς Υιού της.

54. Διάφοροι λαοί της αρχαιότητος ήσαν «πυρολάτραι», ελάτρευον δηλαδή το πυρ ως θεόν. Η Παναγία , γεννήσασα τον Κύριον, όχι μόνον έπαυσε την ανόητον λατρείαν του πυρός, αλλά και μας απαλλάσει από τας φλόγας των αμαρτωλών παθών μας, όπως λέγει ο κατωτέρω στίχος.

55. Η φράσις «εκτελέσαντές σου τον χρησμόν» είνε δυνατόν να λάβη πολλάς ερμηνείας: α’) Το βιβλίον των Ψαλμών λέγει: «Βασιλείς Θαρσίς και νήσοι δώρα προσοίσουσι, βασιλείς Ααρών και Σαβά δώρα προσάξουσι» (Ψαλμ. οα’  , 10). Ο υμνωδός , λέγων «χρησμόν», αναφέρεται πιθανώς εις το ανωτέρω προφητικόν χωρίον και βλέπει αιπληρούμενον αυτό με την προσφοράν των δώρων υπό των εκ Περσίας μάγων . Αυτήν την ερμηνείαν προτιμώμεν.    β΄) Η βίβλος των Αριθμών λέγει: «Ανατελεί άστρον εξ  Ιακώβ, αναστήσεται άνθρωπος εξ Ισραήλ και θραύσει τους αρχηγούς Μωάβ και προνομεύσει πάντας υιούς Σηθ» (Αρ. κδ’  , 17). Ο υμνωδός βλέπει την προφητείαν εκπληρουμένην υπό των μάγων , οι οποίοι ήλθον και προσεκύνησαν το « εξ Ιακώβ ανατείλαν άστρον», σδηγηθέντες από τον παράδοξον αστέρα που είδον εις τον ουρανόν.   γ’) «χρησμός» εννοείται η παραγγελία του Θεού προς τους μάγους, όπως φύγουν δι’ άλλης οδού χωρίς να περάσουν πάλιν από τον Ηρώδην (Ματθ.   β’ , 12).    δ’) Το «χρησμός , αναφέρεται εις το «κηρύξαντές Σε τον Χριστόν άπασι», δηλαδή: «εκτελούντες τον χρησμόν Σου, Σε εκήρυξαν…». Εν τη περιπτώσει ταύτη, ως «χρησμός», ως θεία παραγγελία, δύναται να νοηθή όχι μόνον ειδική εντολή του Βρέφους Ιησού (ομιλήσαντος μυστικώς εις τας καρδίας των μάγων), αλλά και μία προφητεία της Παλαιάς Διαθήκης: «Ιδού έθνη, ά ουκ οίδασί σε, επικαλέσονταί σε, και λαοί , οί ούκ επίστανταί σε, επί σε καταφεύξονται» (Ησ. νε’ , 5). Οι μάγοι, εκπληρούντες, τρόπον τινά, την προφητείαν αυτήν, εκήρυξαν τον Χριστόν εις όλους τους συμπατριώτας των, εις όλον το έθνος των Περσών, το οποίον ηγνόει τον αληθινόν Θεόν.

56. Κατά την Αγίαν Γραφήν τα είδωλα είνε εφευρήματα του Διαβόλου. Αυτός εισηγήθη τα είδωλα εις τους ανθρώπους, με σκοπόν να τους κρατή πάντοτε εις την πλάνην. Υποκάτω των ειδώλων εκρύπτετο ο δόλιος Σατανάς. «Πάντες οι θεοί των εθνών δαιμόνιά εισι» (Ψαλ.  95,5).

57. Ο Φαραώ, καταδιώκων τους Εβραίους, επνίγη μέσα εις την Ερυθράν Θάλασσαν (Εξ. ιδ’ 27-28). Ο νοητός Φαραώ , ο Διάβολος, ο καταδιώκων τους ανθρώπους με σκοπόν να τους κάμη αιωνίως δούλους του, κατεποντίσθη μέσα εις την νοητήν θάλασσαν: την Παναγίαν! Διότι ο εξ αυτής προελθών Κύριος «ετήρησε (δηλαδή συνετριψε) την κεφαλήν» του Σατανά (Γεν.  γ’  , 15) και απηλευθέρωσε τους ανθρώπους από την καταδυναστείαν του.

58. Όταν οι Ισραηλίται έφυγον εκ της Αιγύπτου και περιεπλανώντο εις την έρημον, δεν εύρισκον ύδωρ δια να πίουν. Τότε ο Θεός ανέβλυσε θαυματουργικώς άφθονον ύδωρ από μίαν ξηράν «πέτραν», από έναν βράχον (Εξ. ιζ’ , 6  Αρ. κ’  ,  11). Ο Απόστολος Παύλος λέγει, ότι η «πέτρα» αυτή ήτο ο Χριστός (Α΄Κορ.   Ι’  ,  4). Ο υμνωδός το επεκτείνει αυτό και εις την Παναγίαν, διότι αύτη, ως η παλαιά εκείνη «πέτρα» , ανέβλυσεν εκ των σπλάγχνων της «το ύδωρ της ζωής», εγέννησε δηλαδή τον Χριστόν.

59. Βλ. την υπ’ αριθμόν 30 σημείωσιν.

60. Βλ. την υπ’ αριθμόν 30 σημείωσιν.

61. Βλ. την υπ’ αριθμόν 16 σημείωσιν.

62. «Τρυφή αγία» είνε προφανώς η θεία Ευχαριστία, το Σώμα και το Αίμα του Κυρίου. Η Παναγία, με το να δώση εις τον Κύριον Σώμα και Αίμα, υπήρξε «διάκονος» της αγίας αυτής τρυφής, υπηρέτησε και αυτή και συνετέλεσεν εις την παράθεσιν του θείου αυτού συμποσίου. Είνε όμως δυνατόν να δοθή και άλλη ερμηνεία: Ότι «τρυφή αγία» είνε η μέλλουσα απόλαυσις της Βασιλείας του Θεού. Η Παναγία, γεννήσασα τον Λυτρωτήν, συνετέλεσεν εις το να απολαύσουν οι πιστοί τον Παράδεισον.

63. Ο Θεός είχεν υποσχεθή εις τους Ισραηλίτας, ότι θα έδιδεν εις αυτούς την εύφορον γην της Χαναάν (Γεν.  ιβ’  ,1 Εξ.  γ’  , 8  κ.α.). Η γη αύτη ωνομάζετο δια τούτο «Γη της Επαγγελίας», δηλαδή γη της υποσχέσεως του Θεού. Επειδή δε η ευφορία αυτής της γης ήτο μεγάλη, ελέγετο δι’ αυτήν ότι είνε «γη ρέουσα μέλι και γάλα». Ο υμνωδός ονομάζει την Παρθένον «Γην της Επαγγελίας», διότι και αυτήν την είχεν υποσχεθή ο Θεός εις το ανθρώπινον γένος. Την είχεν υποσχεθή όχι μόνον διά του Ησαΐου (« Ιδού η Παρθένος εν γαστρί έξει και τέξεται υιόν και καλέσεις το όνομα αυτού Εμμανουήλ», Ησ. ζ’  ,  14), αλλά και πολύ παλαιότερον: όταν , τιμωρών τους πρωτόπλαστους δια την παρακοήν των, είπεν ότι κάποτε «το σπέρμα της γυναικός», δηλαδή το τέκνον μιας παρθένου, θα «τηρήση (συντρίζη) την κεφαλήν» του όφεως, του Διαβόλου (Γεν.  γ’   , 15). Η Παναγία λοιπόν ήτο Κ ό ρ η  Ε π α γ γ ε λ ί α ς! Αλλ’ εκτός αυτού του λόγου, η Παναγία ονομάζεται «Γη της Επαγγελίας», δηλαδή γη εύφορος και πλουσιωτάτη, διότι μας έδωσε τον μέγαν και ανεξάντλητον πλούτον, τον Χριστόν! Πνευματική «Γη Επαγγελίας» λοιπόν η Θεοτόκος! Από την πνευματικήν δε αυτήν «Γην της Επαγγελίας» έρρευσε το ουράνιον «μέλι και γάλα», ήτοι προήλθε το Σώμα και το Αίμα του Κυρίου, τα οποία οι πιστοί γεύονται εν τω Μυστηρίω της θ. Ευχαριστίας.

64. Η έννοια του στίχου είνε η εξής: Η ζωή της Παναγίας ήτο τόσον αγία, τόσον τελεία, τόσον πνευματική, ώστε αποτελεί μίαν εικόνα του πως θα ζούν οι άνθρωποι μετά την ανάστασιν των νεκρών, οπότε θα είνε απηλλαγμένοι από τα πάθη και τας αδυναμίας των. Θα ζούν τότε «ως άγγελοι Θεού εν ουρανώ»  (Ματθ. κβ’  , 30). Η Παναγία λοιπόν με την αγίαν και τελείαν ζωήν της μας δίδει μίαν εικόνα του βίου των Αγγέλων και των ανθρώπων που θα αναστηθούν.

65. Είνε δυνατόν να δοθούν και αι εξής ερμηνείαι ακόμη: α΄) «Χαίρε, συ η προς την οποίαν αγάπη μας είνε τόσον μεγάλη, ώστε να υπερτερή οιονδήποτε άλλο συναίσθημά μας».  β΄) «Χαίρε , συ, που η στοργή σου προς ημάς υπερβαίνει πάσαν άλλην στοργήν, πάσαν άλλην αγάπην».  γ΄) «Χαίρε, συ, που η στοργή σου κατανικά τους αμαρτωλούς πόθους μας (και μας απαλλάσει από αυτούς)».  δ΄) «Χαίρε, συ, που η στοργή σου ικανοποιεί καθ’ υπερβολήν όλους τους ιερούς πόθους μας».

66. Αναφορά εις τους Ψαλμούς (οθ΄, 2), όπου λέγεται: « Ο καθήμενος επί των Χερουβείμ, εμφάνηθι». Τα Χερουβείμ είνε εν εκ των Αγγελικών Ταγμάτων. Το σύνολον των Ταγμάτων είνε εννέα, τα εξής: Άγγελοι, Αρχάγγελοι, Αρχαί, Εξουσίαι, Δυνάμεις, Κυριότητες, Θρόνοι, Χερουβείμ και Σεραφείμ.

67. Ο Απόστολος Παύλος (Εφεσ. β΄ , 14)   λέγει, ότι ο Κύριός «εσιν η ειρήνη ημών, ο ποιήσας τα αμφότερα εν και το μεσότοιχον του φραγμού λύσας…». Ήνωσε δηλαδή εκείνα, που πριν ήσαν χωρισμένα μεταξύ των: τους Ισραηλίτας με τους εθνικούς λαούς και τους ανθρώπους γενικώς με τον Θεόν. Ο υμνωδός, βλέπων την Παναγίαν ως Μητέρα του Ειρηνοποιού , το επεκτείνει αυτό και εις αυτήν. Είνε όμως ενδεχόμενον με την φράσιν «τάναντία εις ταυτό αγαγούσα» να εννοή ο υμνωδός την εν Χριστώ ένωσιν των δύο φύσεων, θείας και ανθρωπίνης, η οποία εγένετο εν τη κοιλία της Παρθένου.

68. Είνε χαρακτηριστικόν το ρήμα «ελύθη» («ελύθη παράβασις»), που χρησιμοποιεί ο υμνωδός δια να σημάνη την συγχώρησιν της παρακοής του Αδάμ, η οποία είχε κλείσει τον Παράδεισον. Πράγματι! Η αμαρτία είνε δεσμός, ο απαισιώτερος δεσμός˙ είνε κλοιός, ο ασφυκτικώτερος κλοιός˙  είνε άλυσις, η φρικτοτέρα άλυσις. Παρανομίαι άνδρα αγρεύουσι, σειραίς δε (δηλαδή: αλύσεσι) των εαυτού αμαρτιών έκαστος σφίγγεται» (Παροιμ.  ε΄ , 22). Ο ακολουθών την αμαρτίαν, «ώσπερ βους επί σφαγήν έγεται και ώσπερ κύων επί δεσμούς» (Παροιμ.  ζ’ , 22). Ο ζυγός της αμαρτίας είνε «ζυγός σιδηρούς και οι δεσμοί αυτής δεσμοί χάλκεοι» (πρβλ. Σοφ. Σειρ. κη’ , 20). Αλλ’ ευλογητός ο Θεός! Ο εκ της Αγίας Παρθένου σαρκωθείς Υιός Του συνεχώρησε τας αμαρτίας μας δια του Αίματός Του, συνέτριψε τας σιδηράς αλύσεις μας, διέσπασε τους χαλκίνους κλοιούς μας. «Εξήγαγεν ημάς εκ σκότους και σκιάς θανάτου και τους δεσμούς ημών διέρρηξε… Συνέτριψε πύλας χαλκάς και μοχλούς σιδηρούς συνέθλασε…»(Ψαλμ. ρς’  , 14, 16).

69. Η φράσις «σοφία του Θεού» είνε δυνατόν να εννοή όχι την γνωστήν ιδιότητα του Θεού, αλλά την «ενυπόστατον» Σοφίαν του Θεού, ήτοι τον Υιόν Του, τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν, τον Οποίον η Γραφή ονομάζει « Σοφίαν Θεού» (Α’ Κορ.   α’  , 24,30). Η Παναγία, δεχθείσα εντός της τον αιώνιον Λόγον, απέβη «Σοφίας Θεού δοχείον». Ο επόμενος όμως στίχος («χαίρε, προνοίας αυτού ταμείον») συνηγορεί μάλλον υπέρ της πρώτης εκδοχής, ότι δηλαδή με την λέξιν «σοφία» εννοείται η ιδιότης του Θεού και όχι ο Υιός και Λόγος Του.

70. «Τεχνολόγοι» είνε οι συστηματικώς και μετ’ επιστήμης πραγματευόμενοι  θέμα τι και ειδικώτερον οι γραμματικοί.

71. Ο Χριστός είνε ο νέος Αδάμ, ο δεύτερος Αδάμ (Α’ Κορ. ιε΄ , 45-46). Απ’ Αυτόν αρχίζει η «καινή κτίσις» (Β΄Κορ.  ε’  , 17, Γαλ.  ς’ , 15), η «νέα δημιουργία», η ανάπλασις και η ανακαίνισις των ανθρώπων. Επειδή δε Αυτός προήλθεν από την Παρθένον, ο υμνωδός βλέπει αυτήν ως την πρώτην αρχήν της νέας δημιουργίας, ως το πρώτον πλάσμα που εισέρχεται εις την «καινήν κτίσιν».

72. «Παστάς» είνε ο νυμφικός θάλαμος. «Άσπορος νύμφευσις» είνε η άνευ ανδρικού σπέρματος ενανθρώπησις του Θεού, ήτοι η έ ν ω σ ι ς («νύμφευσις») της ακτίστου Θεότητος με την κτιστήν ανθρωπίνην φύσιν. Ως θάλαμος δε αυτής της ενώσεως εχρησίμευσεν η κοιλία της Θεομήτορος. Η Παρθένος λοιπόν είνε «παστάς ασπόρου νυμφεύσεως», ήτοι «ο βασιλικός θάλαμος εν ώ το παράδοξον της απορρήτου ενώσεως των συνελθουσών επί Χριστού φύσεων ετελεσιουργήθη μυστήριον». (Δοξαστικόν του Εσπερινού της 8ης Σεπτεμβρίου.)

73. Η φράσις θα ηδύνατο να ερμηνευθή και ως εξής: «Χαίρε , συ, που ενώ είσαι μία των παρθένων, εν τούτοις τρέφεις παιδίον», ήτοι είσαι η μοναδική Μήτηρ Παρθένος. Ο επόμενος όμως στίχος (χαίρε, ψυχών νυμφοστόλε αγίων»), απαιτεί μάλλον την έννοιαν που εδώσαμεν εις την ερμηνείαν του κειμένου. («Κουροτρόφε παρθένων»,  «Νυμφοστόλε ψυχών»). Η λέξις «κουροτρόφος», άλλωστε, (τρέφω κούρον, ήτοι παιδίον,) δεν σημαίνει μόνον την «παιδοτρόφον», αλλά και απλώς την τροφόν. Η Θεοτόκος λοιπόν είνε τροφός των παρθενικών υπάρξεων και νυμφοστόλος των αγίων ψυχών.

74. Ο προφήτης Ιεζεκιήλ (μζ’ , 1 κ.ε.) είδεν εν οράματι ότι ευρέθη εις τον Ιουδαϊκόν Ναόν και παρετήρησεν ότι από το κατώφλιον του προνάου εξήρχετο ύδωρ και εσχημάτιζε κατ’ αρχάς ρυάκιον. Ολίγον κατωτέρω το ύδως είχεν αυξηθή, χωρίς να χύνωνται εις το ρυάκιον αυτό άλλα ύδατα. Η αύξησις του ύδατος ήτο συνεχής, και τελικώς το ρυάκιον είχε μεταβληθή εις μέγαν παταμόν, εις ορμητικόν χείμαρρον, αι όχθαι του οποίου εγέμισαν από πολλά δένδρα. Ο ποταμός αυτός ήτο τύπος του Κυρίου και της χριστιανικής διδασκαλίας. Ο Κύριος προήλθεν εκ των Ιουδαίων, όπως το ύδωρ επήγαζεν από τον Ιουδαϊκόν Ναόν, και ενώ κατ’ αρχάς η διδασκαλία Του προσείλκυσεν ολίγους, βραδύτερον προσείλκυσε περισσοτέρους, και τέλος, ως μέγας και ορμητικός παταμός , πλουσίως και αφθόνως ρέων, επεξετάθη εις όλον τον κόσμον. Ο υμνωδός λοιπόν έχων προφανώς υπ’ όψιν τον συμβολισμόν αυτόν του Ιεζεκιήλ , ανυμνεί την Παρθένον ως αναβλύσασαν «τον πολύρρητον παταμόν».

75. Είνε ενδεχόμενον με την λέξιν «κολυμβήθρα» να μη εννοή ο υμνωδός το χριστιανικόν βαπτιστήριον, αλλά την «κολυμβήθραν» Βηθεσδά (Ιωάν. ε’ , 2), εντός της οποίας εθεραπεύοντο θαυματουργικώς οι άρρωστοι Ιουδαίοι. Όπως λοιπόν η «κολυμβήθρα» εκείνη εθεράπευε τας νόσους, ούτω και η Θεοτόκος θεραπεύει τας νόσους και μάλιστα όχι μόνον τας σωματικάς, αλλά και τας ψυχικάς, ως Μήτηρ του Κυρίου και Σωτήρος.

76. Η φράσις είνε πυκνή και ως τοιαύτη δυσνόητος. Ίσως η λέξις «ζωή» να τίθεται αντί της μετοχής «ζώσα», οπότε η φράσις θα είνε: «χαίρε, ζώσα μυστική ευωχία», ήτοι η Παναγία είνε «πραγματικόν («ζωντανόν») πνευματικόν συμπόσιον», υπερτάτη γλυκύτης και ευφροσύνη. Ίσως ακόμη ο υμνωδός, λέγων «μυστικήν ευωχίαν», να εννοή την θείαν Ευχαριστίαν, το Σώμα και το Αίμα του Κυρίου, τα οποία έδωσεν εις Αυτόν η Θεοτόκος. Ίσως τέλος η έννοια να είνε αυτή που δίδομεν εις την ερμηνείαν του κειμένου: Η Παναγία είνε ύπαρξις γεμάτη από ζωήν, διότι τροφοδοτείται από «μυστικόν συμπόσιον», από την άφθονον και πλουσίαν χάριν του Θεού, όσον ουδέν άλλο δημιούργημα.

77. Η Σκηνή του Μαρτυρίου, δηλαδή ο τόπος όπου ελατρεύτο ο Θεός από τους Ισραηλίτας πριν κτισθή ο Ναός, είχε κατασκευασθή κατ’ εντολήν του Θεού (Εξ.  κεφ. κε’  ,κζ’ ), δια να γίνη τόπος εμφανίσεως της δόξης του Θεού, τόπος παρουσίας του Θεού εν μέσω του λαού Του. Αύτη διεκρίνετο εις δύο μέρη: Εις το πρώτον που ελέγετο «Άγια», και εις το δεύτερον, το πλέον ιερόν, που ελέγετο «Άγια Αγίων». Εντός του πρώτου υπήρχεν η «λυχνία»(βλ.την υπ’ αριθμόν 15 σημείωσιν) και η τράπεζα με τους άρτους (βλ. την υπ’ αριθμόν 8 σημείωσιν). Εντός του δευτέρου μέρους, το οποίον εχωρίζετο δια παραπετάσματος από το πρώτον, υπήρχε χρυσούν θυμιατήριον, καθώς και έν ολόχρυσον κιβώτιον, η «Κιβωτός της Διαθήκης», που περιείχε τας πλάκας του Νόμου τας οποίας ο Θεός έδωσεν εις τον Μωϋσήν, περιείχε δ’ επίσης την χρυσήν στάμνον με το «μάννα» (βλ. την υπ’ αριθμόν 16 σημείωσιν) και την ράβδον του  Αααρών (βλ. την υπ’ αριθμόν 32 σημείωσιν). Υπεράνω της Κιβωτού αυτής υπήρχον, κατασκευασμένα εκ χρυσού, δύο Χερουβείμ, τα οποία έρριπτον την σκιάν των πτερύγων των επάνω εις το σκέπασμα της Κιβωτού, το λεγόμενον «ιλαστήριον» (βλ. την υπ’ αριθμόν 10 σημείωσιν). Εις το πρώτον μέρος εισήρχοντο τακτικώς οι Ιερείς και ετέλουν τα της λατρείας, ενώ εις το δεύτερον μέρος , το ιερώτατον και αγιώτατον, εισήρχετο μόνον ο  Αρχιερεύς, αλλά και αυτός μίαν φοράν το έτος, και ετέλει θυσίαν ζώων υπέρ των αμαρτημάτων, τόσον των ιδικών του όσον και των του λαού (Εβρ. Κεφ.  θ’). Όλα αυτά όμως ήσαν «προτύπωσις» και «σκιά» της αληθείας και της πραγματικότητος. Η Σκηνή ήτο τύπος της Εκκλησίας, αλλά και ειδικώς της Παναγίας. Η Παναγία έγινε πραγματική κατοικία του Θεού. Δι’ αυτής εφανερώθη εις τον κόσμον ο Ίδιος ο Θεός με σάρκα, και όχι μόνον η δόξα Του, όπως εγίνετο εις την Σκηνήν της Παλαιάς Διαθήκης. Δι’ αυτό η Θεοτόκος είνε ανωτέρα και από το πλέον άγιον μέρος της παλαιάς Σκηνής , δηλαδή από τα «Άγια των Αγίων». Εις τον στίχον λέγεται «χαίρε, Αγία αγίων μείζων», και όχι «χαίρε, Αγία αγίων αγίων μείζων», αλλά τούτο γίνεται δια λόγους ευφωνίας. Η σύγκρισις είνε προφανές ότι γίνεται όχι με τα «Άγια», αλλά με τα «Άγια των Αγίων». Πάντως δεν δύναται να αποκλεισθή και ετέρα ερμηνεία: Το «αγίων» είνε αρσενικού και όχι ουδετέρου γένους, ήτοι η Παναγία είνε υπερτέρα από όλους τους αγίους. Είνε δε τοιαύτη, ακριβώς διότι, ως λέγει ο προηγούμενος στίχος, εχρημάτισε «Σκηνή (κατοικία) του Θεού και Λόγου».

78. Όπως είπομεν εις την υπ’ αριθμόν 77 σημείωσιν, η Κιβωτός που περιείχε τας πλάκας της Διαθήκης ήτο ολόχρυσος, δηλαδή ήτο χρυσωμένη εξωτερικώς και εσωτερικώς. Η Παναγία όμως είνε πολύ ανωτέρα της παλαιάς εκείνης Κιβωτού, διότι αύτη «εχρυσώθη» όχι με υλικόν χρυσόν, αλλά με ουρανίους χάριτας, την «εχρύσωσε» δε όχι ανθρωπίνη χειρ , αλλά το Πνεύμα το Άγιον.

79. Πολλαί από τας ιεράς Ακολουθίας της Εκκλησίας μας διεμορφώθησαν αρχικώς εις τας ιεράς Μονάς. Είνε δε γνωστόν ότι οι Μοναχοί, άνθρωποι συνεχούς προσευχής, εξυπνούν κατά τας νυκτερινάς ώρας (συνήθως την 2 ή 3 πρωϊνήν ώραν) και μεταβαίνουν εις την Εκκλησίαν της Μονής δια να προσευχηθούν. Δι’ αυτό η Ευχή « Και δος ημίν, Δέσποτα…» του Μικρού Αποδείπνου ζητεί από τον Κύριον: «διανάστησον δε ημάς εν τω καιρώ της προσευχής», δηλαδή : «σήκωσέ μας πάλιν από τον ύπνον, όταν έλθη η ώρα της (νυκτερινής) προσευχής», ή «δώσε εις ημάς πνευματικήν ανάτασιν και εγρήγορσιν, όταν έλθη η ώρα της (νυκτερινής ) προσευχής».

80. Η ευχή «υπέρ των εν θαλάσση καλώς πλεόντων» έχει, νομίζομεν , την έννοιαν: «Υπέρ εκείνων, που πλέουν εις την θάλασσαν μ ε  κ α λ ο ύ ς  σ κ ο π ο ύ ς», δεν είνε δηλαδή  π ε ι ρ α τ α ί, δεδομένου ότι κατά τας παλαιοτέρας εποχάς η πειρατεία ωργίαζεν. Αν κάποιος από τους αναγνώστας έχη καλλιτέραν ερμηνείαν, άς μας την γράψη και θα την δεχθώμεν ευγνωμόνως. (Αυτό ισχύει και δι’ όλας τας άλλας ερμηνείας που εδώσαμεν εις το κείμενον).

  

                        ΤΕΛΟΣ

    ΚΑΙ ΤΩ ΒΑΣΙΛΕΙ ΤΩΝ ΑΙΩΝΩΝ

ΑΦΘΑΡΤΩ ΑΟΡΑΤΩ ΜΟΝΩ ΣΟΦΩ ΘΕΩ

                  ΤΙΜΗ ΚΑΙ ΔΟΞΑ

    ΕΙΣ ΤΟΥΣ ΑΙΩΝΑΣ ΤΩΝ ΑΙΩΝΩΝ.

                            ΑΜΗΝ. 

 

           Η/Υ επιμέλεια, Σοφίας Μερκούρη.

 


Σχόλια

ΔΗΜΟΦΙΛΕΙΣ ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ:

Η ΠΑΡΑΚΛΗΣΗ ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ ΔΕΞΙΑΣ

ΠΑΝΑΓΙΑ ΔΕΞΙΑ (ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ ΔΕΞΙΑΣ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ) 1σελίδα 2 σελίδα 3 σελίδα 4 σελίδα 5 σελίδα 6 σελίδα 7 σελίδα 8 σελίδα 9 σελίδα 10 σελίδα 11 σελίδα 12 σελίδα 13 σελίδα   14 σελίδα 15 σελίδα 16 σελίδα 17 σελίδα 18 σελίδα 19 σελίδα Ιστορία της Εικόνας και του ναού Ο ναός θεμελιώθηκε το 1956 στη θέση του βυζαντινού ναού του Αγίου Υπατίου. Στο ναό αυτό, άγνωστο το πώς και το πότε, προσφέρθηκε η θαυματουργή εικόνα της Παναγίας της Ελεούσης, πιστό αντίγραφο της ομώνυμης εικόνας του Κύκκου της Κύπρου, την οποία η παράδοση θέλει να την έχει αγιογραφήσει ο Ευαγγελιστής Λουκάς. Η προφορική παράδοση θέλει η εικόνα να μεταφέρεται από έναν μοναχό ή ορφανό νέο, ο οποίος ύστερα από όνειρο την τοποθετεί σε ναό δεξιά όπως εισέρχεται κανείς στην πόλη της Θεσσαλονίκης από τη θύρα των ανατολικών τειχών! Έτσι, σύμφωνα πάντα με την παράδοση, η Εικόνα ονομάστηκε Παναγία Δεξιά. Άλλη εκδοχή λεει πως η ονομασία «Δεξιά» οφείλεται στο ότι η Θεοτόκος εικονίζεται Δεξιοκρατούσα, φέρει δηλαδή τον Ιησού στο δε

ΚΑΝΩΝ ΙΚΕΤΗΡΙΟΣ ΕΙΣ ΤΟΝ ΚΥΡΙΟΝ ΗΜΩΝ ΙΗΣΟΥΝ ΧΡΙΣΤΟΝ (Ποίημα Θεοκτίστου Μοναχού του Στουδίτου)

Ωδή α΄. Ήχος β΄. Εν βυθώ κατέστρωσέ ποτε Ιησού γλυκύτατε Χριστέ, Ιησού μακρόθυμε,  τα της ψυχής μου θεράπευσον τραύματα,  Ιησού και γλύκανον, την καρδίαν μου Πολυέλεε δέομαι,  Ιησού Σωτήρ μου, ίνα μεγαλύνω σε σωζόμενος. Ιησού γλυκύτατε Χριστέ, Ιησού διάνοιξον,  της μετανοίας μοι πύλας Φιλάνθρωπε,  Ιησού και δέξαι με, σοι προσπίπτοντα  και θερμώς εξαιτούμενον, Ιησού Σωτήρ μου,  των πλημμελημάτων την συγχώρησιν. Ιησού γλυκύτατε Χριστέ, Ιησού εξάρπασον,  εκ της χειρός του δολίου Βελίαρ με,  Ιησού και ποίησον, δεξιόν παραστάτην της δόξης σου,  Ιησού Σωτήρ μου, μοίρας ευωνύμου λυτρωσάμενος. Θεοτοκίον Ιησούν γεννήσασα Θεόν, Δέσποινα δυσώπησον ,  υπέρ αχρείων οικετών Πανάχραντε,  όπως της κολάσεως ταίς πρεσβείαις σου  λυτρωθώμεν αμόλυντε, οι μεμολυσμένοι,  δόξης αϊδίου απολαύσαντες. Ωδή γ΄. Εν πέτρα με της πίστεως… Εισάκουσον φιλάνθρωπε Ιησού μου,  του δούλου σου βοώντος εν κατανύξει∙  και ρύσαι Ιησού με της καταδίκης,  και της κολάσεως, μόνε μακρόθυμε,  Ιησού γλυκύτατε πολυέλεε. Υπόδεξαι τον

ΜΙΚΡΟΣ ΠΑΡΑΚΛΗΤΙΚΟΣ ΚΑΝΩΝ

Εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρός, τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ ἁγίου Πνεύματος. Ἀμήν.  Ψαλμὸς 142  ΚΥΡΙΕ, εἰσάκουσον τῆς προσευχῆς μου, ἐνώτισαι τὴν δέησίν μου ἐν τῇ ἀληθείᾳ σου, εἰσάκουσόν μου ἐν τῇ δικαιοσύνῃ σου· 2 καὶ μὴ εἰσέλθῃς εἰς κρίσιν μετὰ τοῦ δούλου σου, ὅτι οὐ δικαιωθήσεται ἐνώπιόν σου πᾶς ζῶν. 3 ὅτι κατεδίωξεν ὁ ἐχθρὸς τὴν ψυχήν μου, ἐταπείνωσεν εἰς γῆν τὴν ζωήν μου, ἐκάθισέ με ἐν σκοτεινοῖς ὡς νεκροὺς αἰῶνος· 4 καὶ ἠκηδίασεν ἐπ᾿ ἐμὲ τὸ πνεῦμά μου, ἐν ἐμοὶ ἐταράχθη ἡ καρδία μου. 5 ἐμνήσθην ἡμερῶν ἀρχαίων, ἐμελέτησα ἐν πᾶσι τοῖς ἔργοις σου, ἐν ποιήμασι τῶν χειρῶν σου ἐμελέτων. 6 διεπέτασα πρὸς σὲ τὰς χεῖράς μου, ἡ ψυχή μου ὡς γῆ ἄνυδρός σοι. (διάψαλμα). 7 ταχὺ εἰσάκουσόν μου, Κύριε, ἐξέλιπε τὸ πνεῦμά μου· μὴ ἀποστρέψῃς τὸ πρόσωπόν σου ἀπ᾿ ἐμοῦ, καὶ ὁμοιωθήσομαι τοῖς καταβαίνουσιν εἰς λάκκον. 8 ἀκουστὸν ποίησόν μοι τὸ πρωΐ τὸ ἔλεός σου, ὅτι ἐπὶ σοὶ ἤλπισα· γνώρισόν μοι, Κύριε, ὁδόν, ἐν ᾗ πορεύσομαι, ὅτι πρὸς σὲ ἦρα τὴν ψυχήν μου· 9 ἐξελοῦ με ἐκ τῶν ἐχθρῶν μου, Κύριε, ὅτι πρὸς σὲ κατέφυγον. 10 δί

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

ΠΑΡΑΚΛΗΣΗ ΠΑΝΑΓΙΑΣ ΓΟΡΓΟΥΠΗΚΟΟΥ

  Παράκληση στην Παναγία την Γοργοϋπήκοο  «Εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος. Αμήν.  Βασιλεῦ Οὐράνιε, Παράκλητε, τό Πνεῦμα τῆς ἀληθείας, ὁ πανταχοῦ παρών καί τά πάντα πληρῶν, ὁ θησαυρός τῶν ἀγαθῶν καί ζωῆς χορηγός, ἐλθέ καί σκήνωσον ἐν ἠμίν καί καθάρισον ἠμᾶς ἀπό πάσης κηλίδος καί σῶσον, Ἀγαθέ τάς ψυχᾶς ἠμῶν. Ἅγιος ὁ Θεός, Ἅγιος Ἰσχυρός, Ἅγιος Ἀθάνατος ἐλέησον ἠμᾶς.  (τρεῖς φορές) Δόξα Πατρί καί Υἱῶ καί Ἁγίω Πνεύματι. Καί νῦν καί ἀεί καί εἰς τούς αἰώνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν. Παναγία τριάς, ἐλέησον ἠμᾶς. Κύριε ἰλάσθητι ταῖς ἁμαρτίαις ἠμῶν. Δέσποτα, συγχώρισον τάς ἀνομίας ἠμίν. Ἅγιε, ἐπισκεψε καί ἴασαι τάς ἀσθενείας ἠμῶν, ἕνεκεν τοῦ ὀνόματός σου. Κύριε ἐλέησον, Κύριε ἐλέησον, Κύριε ἐλέησον. Δόξα Πατρί καί Υἱῶ καί Ἁγίω Πνεύματι. Καί νῦν καί ἀεί καί εἰς τούς αἰώνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν. Πάτερ ἠμῶν, ὁ ἐν τοῖς οὐρανοῖς, ἁγιασθήτω τό ὄνομά Σου, ἐλθέτω ἡ βασιλεία Σου, γεννηθήτω τό θέλημά Σου ὡς ἐν οὐρανό καί ἐπί τῆς γής. Τόν ἄρτον ἠμῶν τόν ἐπιούσιον δός ἠμίν σήμερον, καί ἅφε

ΠΑΡΑΚΛΗΣΗ ΠΑΝΑΓΙΑΣ ΒΗΘΛΕΕΜΙΤΙΣΣΑΣ

  ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΑΡΑΚΛΗΣΗ ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ  ΤΗΣ ΒΗΘΛΕΕΜΙΤΙΣΣΑΣ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΗΣΤΕ ΜΕ ΤΟΝ ΙΕΡΟ ΝΑΟ  ΑΠΟΣΤΟΛΟΥ ΜΑΡΚΟΥ - ΑΡΧΑΓΓΕΛΟΥ  ΣΤΗΝ ΛΕΥΚΩΣΙΑ (ΚΥΠΡΟΣ).  ΤΗΛΕΦΩΝΟ ΝΑΟΥ:    +35722358880,     22353560,  99491637 ΤΗΛΕΦΩΝΟΥ ΔΙΑΚΟΝΟΥ:   +35799944715

ΑΝΑΓΝΩΣΗ ΨΑΛΜΩΝ ΣΕ ΩΡΑ ΙΔΙΑΙΤΕΡΗΣ ΑΝΑΓΚΗΣ (3, 29, 34, 47, 51, 93, 131, 137)

  (ΨΑΛΜΟΙ: 3, 29, 34, 47, 51, 93, 131, 137) ΨΑΛΜΟΣ 3 ΚΥΡΙΕ, τί ἐπληθύνθησαν οἱ θλίβοντές με;  πολλοὶ ἐπανίστανται ἐπ᾿ ἐμέ·  πολλοὶ λέγουσι τῇ ψυχῇ μου·  οὐκ ἔστι σωτηρία αὐτῷ ἐν τῷ Θεῷ αὐτοῦ. (διάψαλμα).  σὺ δέ, Κύριε, ἀντιλήπτωρ μου εἶ, δόξα μου καὶ ὑψῶν τὴν κεφαλήν μου.  φωνῇ μου πρὸς Κύριον ἐκέκραξα,  καὶ ἐπήκουσέ μου ἐξ ὄρους ἁγίου αὐτοῦ. διάψαλμα). ἐγὼ ἐκοιμήθην καὶ ὕπνωσα· ἐξηγέρθην, ὅτι Κύριος ἀντιλήψεταί μου. οὐ φοβηθήσομαι ἀπὸ μυριάδων λαοῦ  τῶν κύκλῳ συνεπιτιθεμένων μοι.  ἀνάστα, Κύριε, σῶσόν με, ὁ Θεός μου, ὅτι σὺ ἐπάταξας πάντας τοὺς ἐχθραίνοντάς μοι ματαίως, ὀδόντας ἁμαρτωλῶν συνέτριψας. τοῦ Κυρίου ἡ σωτηρία, καὶ ἐπὶ τὸν λαόν σου ἡ εὐλογία σου. ΨΑΛΜΟΣ 29  ΥΨΩΣΩ σε, Κύριε, ὅτι ὑπέλαβές με  καὶ οὐκ εὔφρανας τοὺς ἐχθρούς μου ἐπ᾿ ἐμέ.  Κύριε ὁ Θεός μου, ἐκέκραξα πρὸς σέ, καὶ ἰάσω με·  Κύριε, ἀνήγαγες ἐξ ᾅδου τὴν ψυχήν μου,  ἔσωσάς με ἀπὸ τῶν καταβαινόντων εἰς λάκκον.  ψάλατε τῷ Κυρίῳ, οἱ ὅσιοι  αὐτοῦ,  καὶ ἐξομολογεῖσθε τῇ μνήμῃ τῆς ἁγιωσύνης αὐτοῦ·  ὅτι ὀργὴ ἐν τῷ θυμῷ αὐτοῦ,

Η ΠΑΡΑΚΛΗΣΗ ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ ΔΕΞΙΑΣ

ΠΑΝΑΓΙΑ ΔΕΞΙΑ (ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ ΔΕΞΙΑΣ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ) 1σελίδα 2 σελίδα 3 σελίδα 4 σελίδα 5 σελίδα 6 σελίδα 7 σελίδα 8 σελίδα 9 σελίδα 10 σελίδα 11 σελίδα 12 σελίδα 13 σελίδα   14 σελίδα 15 σελίδα 16 σελίδα 17 σελίδα 18 σελίδα 19 σελίδα Ιστορία της Εικόνας και του ναού Ο ναός θεμελιώθηκε το 1956 στη θέση του βυζαντινού ναού του Αγίου Υπατίου. Στο ναό αυτό, άγνωστο το πώς και το πότε, προσφέρθηκε η θαυματουργή εικόνα της Παναγίας της Ελεούσης, πιστό αντίγραφο της ομώνυμης εικόνας του Κύκκου της Κύπρου, την οποία η παράδοση θέλει να την έχει αγιογραφήσει ο Ευαγγελιστής Λουκάς. Η προφορική παράδοση θέλει η εικόνα να μεταφέρεται από έναν μοναχό ή ορφανό νέο, ο οποίος ύστερα από όνειρο την τοποθετεί σε ναό δεξιά όπως εισέρχεται κανείς στην πόλη της Θεσσαλονίκης από τη θύρα των ανατολικών τειχών! Έτσι, σύμφωνα πάντα με την παράδοση, η Εικόνα ονομάστηκε Παναγία Δεξιά. Άλλη εκδοχή λεει πως η ονομασία «Δεξιά» οφείλεται στο ότι η Θεοτόκος εικονίζεται Δεξιοκρατούσα, φέρει δηλαδή τον Ιησού στο δε

ΠΑΡΑΚΛΗΣΗ ΠΑΝΑΓΙΑΣ ΕΛΕΟΥΣΑΣ

  Παρακλητικός Κανών εις την Κυρίαν Δέσποιναν ημών Θεοτόκον την Ελεούσαν Ποίημα Αθανασίου Ιερομονάχου Σιμωνοπετρίτου

ΠΑΡΑΚΛΗΣΗ ΣΤΗΝ ΠΑΝΑΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΟ ΕΠΤΑ ΣΠΑΘΩΝ ΤΙΤΡΩΣΚΟΜΕΝΗΝ ΤΗΝ ΚΑΡΔΙΑΝ

  ΚΑΝΩΝ ΠΑΡΑΚΛΗΤΙΚΟΣ ΕΙΣ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΓΙΑΝ ΘΕΟΤΟΚΟΝ ΤΗΝ ΥΠΟ ΕΠΤΑ ΣΠΑΘΩΝ ΤΙΤΡΩΣΚΟΜΕΝΗΝ ΤΗΝ ΚΑΡΔΙΑΝ ΧΑΡΙΝ ΕΧΟΥΣΑΝ ΑΠΑΛΥΝΑΙ ΣΚΛΗΡΑΣ ΚΑΡΔΙΑΣ Ποίημα Δρος  Χαραλάμπους Μ. Μπούσια Εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρός, τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ ἁγίου Πνεύματος. Ἀμήν.   Ψαλμὸς 142 Κύριε εἰσάκουσον τῆς προσευχῆς μου ἐνώτισαι τὴν δέησίν μου εν τῇ ἀληθείᾳ σου εἰσάκουσόν μου ἐν τῇ δικαιοσύνῃ σου  καὶ μὴ εἰσέλθῃς εἰς κρίσιν μετὰ τοῦ δούλου σου ὅτι οὐ δικαιωθήσεται ἐνώπιόν σου πᾶς ζῶν  ὅτι κατεδίωξεν ὁ ἐχθρὸς τὴν ψυχήν μου ἐταπείνωσεν εἰς γῆν τὴν ζωήν μου ἐκάθισέ με ἐν σκοτεινοῖς ὡς νεκροὺς αἰῶνος  καὶ ἠκηδίασεν  επ' ἐμὲ τὸ πνεῦμά μου ἐν ἐμοὶ ἐταράχθη ἡ καρδία μου  ἐμνήσθην ἡμερῶν ἀρχαίων   ἐμελέτησα ἐν πᾶσι τοῖς ἔργοις σου ἐν ποιήμασι τῶν χειρῶν σου ἐμελέτων διεπέτασα πρὸς σὲ τὰς χεῖράς μου ἡ ψυχή μου ὡς γῆ ἄνυδρός σοι  ταχὺ εἰσάκουσόν μου Κύριε ἐξέλιπε τὸ πνεῦμά μου· μὴ ἀποστρέψῃς τὸ πρόσωπόν σου ἀπ' ἐμοῦ καὶ ὁμοιωθήσομαι τοῖς καταβαίνουσιν εἰς λάκκον  ἀκουστὸν ποίησόν μοι τὸ πρωῒ τὸ ἔλεός σου ὅτι ἐπὶ σοὶ ἤλπισα· γν

ΠΑΡΑΚΛΗΣΗ ΠΑΝΑΓΙΑΣ ΦΟΒΕΡΑΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ

ΠΑΡΑΚΛΗΣΗ ΠΑΝΑΓΙΑΣ ΦΟΒΕΡΑΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ 1 σελίδα 2 σελίδα 3 σελίδα 4 σελίδα 5 σελίδα 6 σελίδα 7 σελίδα 8 σελίδα ΑΚΟΥΣΤΕ ΤΗΝ ΠΑΡΑΚΛΗΣΗ ΕΔΩ:: Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΙΕΡΑΣ ΕΙΚΟΝΑΣ ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ ¨ΦΟΒΕΡΑ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ¨