Άγιος Ιωάννης ο Σιναΐτης
(της Κλίμακος β')
ΑΧΙΛΛΕΑ ΠΙΤΣΙΛΚΑ
Ο ΒΙΟΣ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΤΟΥ ΣΙΝΑΪΤΟΥ
Απολυτίκιον
Ήχος γ'. Θείας πίστεως.
Θείαν κλίμακα υποστηρίξας, την των λόγων σου, μέθοδον πάσι, μοναστών υφηγητής αναδέδειξαι, εκ πρακτικής Ιωάννη καθάρσεως, προς θεωρίας ανάγων την έλλαμψιν. Πάτερ Όσιε, Χριστόν τον Θεόν ικέτευε, δωρήσασθαι ημίν το μέγα έλεος.
Κοντάκιον
Ήχος α'. Χορός αγγελικός.
Καρπούς αειθαλείς, εκ της βίβλου προσφέρων, διδάγματα σοφέ, καθηδύνεις καρδίας, των τούτοις μετά νήψεως, προσεχόντων μακάριε. Κλίμαξ γαρ έστι, ψυχάς ανάγουσα γήθεν προς ουράνιον, και διαμένουσαν δόξαν, των πίστει τιμώντων σε.
Μεγαλυνάριον
Την ουρανοδρόμον ην Ιακώβ, κλίμακα προείδεν, ετεχνήσω πνευματικώς, Πάτερ Ιωάννη, συνθήκη των σων λόγων. δι' ης προς αφθαρσίας βαίνομεν μέθεξιν.
Η καταγωγή και η μόρφωσή του
Ο άγιος Ιωάννης ο Σιναΐτης, που είναι πιο πολύ γνωστός ως ο άγιος Ιωάννης της Κλίμακας, δεν είναι ακριβώς γνωστό που γεννήθηκε. Κατά τις πιθανολογίες βέβαια του Δημητρίου Ροστοβίας, ο άγιος Ιωάννης καταγόταν από την Κωνσταντινούπολη, στην οποία και εσπούδασε, ως τέκνο του Ξενοφώντος και της Μαρίας. Άλλοι όμως ερευνητές υποθέτουν ότι καταγόταν πιθανότατα από την περιοχή της Παλαιστίνης ή της Αιγύπτου, εφόσον στην ηλικία των δεκαέξι μόλις ετών ανέβηκε στο όρος Σινά, για να γίνει μοναχός. Άγνωστος όμως δεν είναι μονάχα ο τόπος, αλλά και ο χρόνος της γέννησης του αγίου, όπως επίσης και του θανάτου του. Άλλοι, υποστηρίζουν ότι ο άγιος έδρασε μεταξύ των ετών 525 και 600 μ.Χ. Άλλοι τοποθετούν τη γέννηση του αγίου προ του 579 μ.Χ. και το θάνατό του γύρω στο 649 μ.Χ. Πιθανότερο όμως φαίνεται να γεννήθηκε κατά το 525 μ.Χ. και να εκοιμήθη κατά το 610 μ.Χ. ή ίσως και λίγο αργότερα. Όπως και να έχει το πράγμα πάντως, ένα οπωσδήποτε είναι βέβαιο, το ότι ο άγιος μορφώθηκε κατά την παιδική και νεανική ηλικία του πάρα πολύ και για το λόγο αυτό χαρακτηρίσθηκε αργότερα, εξαιτίας των συγγραμμάτων του, όχι μονάχα ως «νέος Μωυσής», ως σχεδιάσας την «θεοτύπωτον νομοθεσίαν και θεωρίαν», δηλαδή, την Κλίμακα, αλλά και ως «σχολαστικός», εξαιτίας της μεγάλης σχολαστικότητας, με την οποία επεξεργάζεται τα θέματά του ή σωστότερα ακρίβειας. Παρά τη μεγάλη σοφία του όμως, ο άγιος δεν ξιππάστηκε, αλλά παρέμεινε, όπως θα φανεί και πιο κάτω, μέχρι το θάνατό του απλός και ταπεινός, χαρακτηρίζοντας για τούτο τον εαυτό του πάντοτε ως αμαθή και στους λόγους του ως ιδιώτη.
Η αφιέρωσή του στο Θεό και η μοναχική κουρά
Όταν ο άγιος έφθασε στην ηλικία των δεκαέξι ετών, «προσενήνοχεν εαυτόν θύμα ιερώτατον τω Θεώ εν τω Σιναίω όρει ανελθών και μονάσας». Ανέβηκε, δηλαδή από τη χαμηλότερη περιοχή, στην οποία ζούσε μέχρι τη στιγμή εκείνη, στο όρος Σινά, όπου ζήτησε να γίνει μοναχός στη μονή της αγίας Αικατερίνης, που, κατά τον ιστορικό Προκόπιο, είχε ιδρυθεί από τον αυτοκράτορα Ιουστινιανό προς τιμήν της Θεοτόκου. Στην περίσταση εκείνη ο ηγούμενος της μονής παρέδωσε το νεαρό Ιωάννη, που χαρακτηρίζεται από το βιογράφο του, εξαιτίας της ωριμότητάς του της πνευματικής, ως «χιλιονταετής», στην καθοδήγηση του γέροντα Μαρτυρίου, ώστε να δαμάσει με την εμπειρία του, σαν άριστος «πωλοδάμνης», τα πάθη του νεαρού υποτακτικού του. Στο γέροντα ακριβώς αυτόν, που χαρακτηρίζεται και ως «παιδοτρίβης», ο άγιος έσκυψε τότε το κεφάλι του και έκανε υπακοή απόλυτη στα παραγγέλματά του, ώστε να διαπεράσει «ακινδύνω οδηγία» το βαρύ πέλαγος της ζωής αυτής και να φθάσει τελικά στο ουράνιο λιμάνι. Η υπακοή, δηλαδή που έδειξε στο γέροντά του ήταν τόσο μεγάλη, ώστε ο άγιος να παρουσιάζεται από το βιογράφο του ως «άλογόν τε και αθέλητον ψυχήν έχων και της φυσικής ιδιότητος απηλλαγμένην πάντη». Με την ακριβέστατη αυτή υπακοή του στο γέροντα Μαρτύριο, ο άγιος πέρασε στην πραγματικότητα από τη γνώση «της εγκυκλίου σοφίας» και το «φρύαγμα της φιλοσοφίας» στην έμπρακτη χριστιανική ζωή, «ουρανίω ιδιωτεία μαθητευόμενος».
Για το λόγο αυτό ο γέροντάς του Μαρτύριος αποφάσισε, ύστερα από τέσσερα έτη δοκιμασίας του, κατά τα όποια είχε την ψυχή του ολόκληρη «εν τω ουρανίω όρει», να τον κείρει τελικά μοναχό, βλέποντας την παραδειγματική υπακοή και ταυτόχρονα την άγια ζωή του νεαρού υποτακτικού του. Για το σκοπό αυτό παρέλαβε μία ήμερα μαζί του τον άγιο και κάποιους άλλους μοναχούς και ανέβηκε στην κορυφή του Σινά, όπου τον έκειρε με κάθε ιεροπρέπεια και κατάνυξη μοναχό. Κατά την ήμερα μάλιστα της χειροτονίας εκείνης, κατά την οποία ο άγιος ήταν είκοσι ετών, ο ξακουσμένος για την αγιότητα και τη σοφία του αββάς Στρατήγιος είπε γι' αυτόν με το χάρισμα το προορατικό, που τον διέκρινε, ότι «μέγας αστήρ γενήσεται». Εκτός από τον αββά Στρατήγιο επαινετικά για τον άγιο εκφράσθηκαν, μετά τη μοναχική κουρά του, και άλλοι διάσημοι ασκητές, τους οποίους επισκέφθηκαν ο αββάς Μαρτύριος και ο υποτακτικός του σε μία πνευματική οπωσδήποτε περιοδεία τους. Κατά την περιοδεία τους δε αυτή, κατά την οποία προσπάθησαν να συλλέξουν, σαν πολύτιμα μαργαριτάρια, ό,τι καλό διέκριναν στη ζωή ξακουσμένων ασκητών, έφθασαν και στην έρημο της Σκήτης της Αιγύπτου, στο μοναστήρι των Ταβεννών και σε άλλα μεγάλα ασκητήρια. Στα ασκητήρια αυτά οι δύο ασκητές επισκέπτονταν συνήθως κάποιους χαρισματούχους μοναχούς, για να ζητήσουν, όπως ήταν επόμενο, τις συμβουλές και τις ευχές τους. Δύο από τους χαρισματούχους αυτούς ασκητές φανέρωσαν με το προορατικό χάρισμα που είχαν το μέλλον του αγίου. Ο ένας από αυτούς ήταν ο αββάς Αναστάσιος ο Σιναΐτης, που μόλις αντίκρυσε τον άγιο, στράφηκε προς τον αββά Μαρτύριο και είπε:
-«Ειπέ, αββά Μαρτύριε, πόθεν ο παις ούτος και τις αυτόν εκούρευσεν;».
-«Δούλος σου έστι, πάτερ», αποκρίθηκε ο Μαρτύριος, «καγώ εκούρευσα αυτόν».
-«Βαβαί, αββά Μαρτύριε», είπε τότε ο Αναστάσιος, «τις είπη ότι ηγούμενον του Σινά εκούρευσας;». Πω πω, δηλαδή, αββά Μαρτύριε, που να ήξερες ότι έκανες μοναχό έναν άνθρωπο, που θα γίνει αργότερα ηγούμενος στο μεγάλο μοναστήρι του Σινά!
Παρόμοια με την πιο πάνω ήταν και η πρόρρηση, που έκανε για τον άγιο αυτήν την εποχή και ο μέγας γέροντας Ιωάννης ο Σαββαΐτης, που ασκήτευε στην έρημο του Γουδά. Η πρόρρηση όμως αυτή έγινε κατά τρόπο πιο παραστατικό. Όταν, δηλαδή έφθασαν στο ασκητήριό του ο γέροντας Μαρτύριος και ο άγιος, ο γέροντας Ιωάννης, που είχε την εποχή εκείνη φήμη θαυματουργού, σηκώθηκε επάνω και, παίρνοντας στα χέρια του μία λεκάνη με νερό, ένιψε τα πόδια του αγίου και φίλησε τα χέρια του, χωρίς να κάνει το ίδιο και στο γέροντα Μαρτύριο. Η συμπεριφορά αυτή σκανδάλισε, όπως ήταν επόμενο, το νεαρό υποτακτικό του, που απορρημένος ρώτησε το γέροντά του, γιατί φέρθηκε διαφορετικά απέναντι των δύο εκείνων επισκεπτών του.
«Πίστευσον, τέκνον», του αποκρίθηκε τότε ο μέγας εκείνος γέροντας, «εγώ, τις έστιν ο παις, ουκ οίδα. αλλ' εγώ ηγούμενον του Σινά εδεξάμην και τους πόδας του ηγουμένου ένιψα».
Η ζωή του στην έρημο
Ύστερα από δεκαεννιά χρόνια κοινοβιακής ζωής στο μεγάλο μοναστήρι του Σινά, ο γέροντας του αγίου Μαρτύριος παρέδωσε κάποια στιγμή την ψυχή του στο Θεό, αφήνοντας πίσω του έναν αντάξιο διάδοχό του. Ο θάνατος όμως αυτός ήταν οριακός για την πιο πέρα πορεία του ίδιου του αγίου, που στο μεταξύ είχε χειροτονηθεί διάκονος και ιερέας για τις ανάγκες του μοναστηριού τους, γιατί αποφάσισε να ζήσει στο εξής στην έρημο, σαν αναχωρητής ή ερημίτης. Για το θέμα βέβαια αυτό είχε πάρει ήδη τη συγκατάθεση και του γέροντά του Μαρτυρίου, πριν από την κοίμησή του. Γι' αυτό ύστερα από αυτήν, πήρε, χωρίς δυσκολία, την ευλογία και από άλλους γέροντες του μεγάλου μοναστηριού τους και μάλιστα από τον ηγούμενο και από το φημισμένο για την αγιότητά του γέροντα της περιοχής τους Γεώργιο τον Αρσελαΐτη και έτσι προχώρησε «επί το της ησυχίας στάδιον», έχοντας στα χέρια του, σαν όπλα πνευματικά "προς καθαίρεσιν οχυρωμάτων", τας του μεγάλου (γέροντος) ευχάς.
Πριν, όμως, από την αναχώρησή του αυτή έκανε μία προσκυνηματική περιοδεία, ως ιερέας πλέον, στα μεγάλα μοναστικά κέντρα και ερημητήρια της Σκήτης και των Ταβεννών, για να συμβουλευθεί και άλλους γέροντες για τη νέα ζωή που σκόπευε να αρχίσει, συλλέγοντας ταυτόχρονα, σαν τη φιλόπονη μέλισσα, το πνευματικό νέκταρ της θεοφώτιστης διδασκαλίας τους. Ό,τι καλό μάλιστα έβλεπε, το σημείωνε στα δελτάριά του, για να το χρησιμοποιήσει αργότερα στη συγγραφή της περίφημης Κλίμακας. «Εγώ δε πάντων ακηκοώς», σημειώνει σε μία τέτοια περίσταση για την ταπείνωση, «και εν εαυτώ ταύτα επεσκεμμένως τε και νηφόντως βεβασανικώς την μακαρίαν εκείνης αίσθησιν (δηλαδή, της ταπείνωσης) δι' ακοής μανθάνειν ου δεδύνημαι».
Ύστερα δε από την περιοδεία εκείνη, κατά την οποία απέκτησε ήδη τη φήμη μεγάλου ασκητού και διακριτικού πρεσβυτέρου, ο άγιος κατέφυγε, στην ηλικία των 35 περίπου ετών, στην ερημική τοποθεσία Θολάς, που, κατά το βιογράφο του, απείχε πέντε περίπου σημεία από το μεγάλο κοινόβιο, δηλαδή δύο ώρες πορείας, για να βρει την ποθητή σ' αυτόν ησυχία, προχωρώντας στο εξής σε μεγαλύτερα πνευματικά αθλήματα. Φθάνοντας εκεί ο άγιος βρήκε ένα φυσικό σπήλαιο, που σχηματίσθηκε με την πτώση δύο πελώριων γρανίτινων βράχων, και το διασκεύασε σε κελλί για την εγκατοίκηση και την άσκησή του. Στο σπήλαιο ακριβώς αυτό, που διαμορφώθηκε σήμερα σε εκκλησάκι προς τιμήν του, ο άγιος έζησε για σαράντα ολόκληρα χρόνια «ανολιγώρως», δηλαδή, «διακαεί έρωτι και πυρί πυρπολούμενος αεί». «Ο δε πας δρόμος», σημειώνει γι' αυτόν ο βιογράφος του, «προσευχή αέναος και προς Θεόν έρως ανείκαστος». Ολόκληρη, δηλαδή η ερημητική ζωή του δεν ήταν στην πραγματικότητα τίποτε άλλο, παρά μία διαρκής και ολόθερμη προσευχή προς το Θεό, τον Οποίο έβλεπε ακατάπαυστα με τα μάτια της ψυχής του, μη χορταίνοντας από τη θέα αυτή ποτέ.
Εκτός από την αδιάλειπτη προσευχή όμως, ο άγιος είχε, σαν όπλο του πνευματικό, και την ακατάπαυστη μελέτη των θεόπνευστων βιβλίων της Αγίας Γραφής και των θεοφώτιστων συγγραμμάτων των αγίων Πατέρων, με την οποία εξουδετέρωνε το πάθος της ακηδίας. Η μελέτη μάλιστα αυτή δε γινόταν επιπόλαια, αλλά με σύστημα και επιμονή, εφόσον σημείωνε ταυτόχρονα με την εργασία της αδιάλειπτης προσευχής τα σπουδαιότερα χωρία από τα έργα που μελετούσε σε ειδικά δελτάρια. «Πλείστα τε προ του ύπνου ηύχετο», σημειώνει ο βιογράφος του, «και δελτία κατέττατε. τούτο γαρ ην αυτώ ακηδίας... φίμωτρον».
Σχόλια